Απ’ όλα τα αφιερώματα που έχουμε δει στις Νύχτες Πρεμιέρας τα τελευταία χρόνια, το φετινό ήταν το αγαπημένο μου. Τι ήταν; Αυτό θέλει λίγο παραπάνω χώρο για να εξηγηθεί, αφού δεν ήταν ούτε αφιέρωμα σε κάποιον συγκεκριμένο δημιουργό, ούτε σε κάποια εθνική σχολή, ούτε σε ένα κινηματογραφικό ρεύμα. Ήταν αφιέρωμα σε έναν κινηματογράφο: το Scala, την θρυλικότερη κινηματογραφική αίθουσα του Λονδίνου που, πέρα από τις διάφορες φάσεις που πέρασε κατά την αιωνόβια ιστορία της, διέγραψε και 14 έξαλλα ανεξέλεγκτα χρόνια από το 1978 μέχρι το 1993 ώς ένα εκλεκτικό σινεμά που συγκέντρωνε ένα απολύτως ετερόκλιτο πλήθος το οποίο αναζητούσε εναγωνίος να δει διαφορετικό, πρωτοποριακό, απροσδόκητο κινηματογράφο και να ζήσει μια μοναδική κινηματογραφική εμπειρία. Το Scala χαρακτηριζόταν από το εξαιρετικό curation, το οποίο συνδύαζε την arthouse καλλιέργεια με την midnight κουλτούρα, το καλτ με το αβανγκάρντ, το υψηλό με το χαμηλό (όπως πρέπει να είναι το σινεμά δηλαδή). Καταμεσής του θατσερικού νεοφιλελευθερισμού και της punk/post-punk αντίδρασης, το Scala έπαιζε από κλασικές χολιγουντιανές ταινίες μέχρι arthouse auteurs κι από πειραματικά queer films μέχρι ταινίες κουνγκ φου και άλλες μεταμεσονύχτιες καλτίλες. Και φυσικά, το κοινό από κάτω αντικατόπτριζε τις curatorial επιλογές: ήταν έξαλλο, απρόβλεπτο, ηδονιστικό, ένα τουρλουμπούκι από καλλιτέχνες, περιθωριακούς, χίπστερς, μπανιστιρτζήδες, πάνκηδες και σκληροπυρηνικούς σινεφίλ. Κι ανάμεσά τους γαλουχήθηκαν κινηματογραφικά σκηνοθέτες σαν τον Christopher Nolan, τον Martin McDonagh, τον Steve McQueen, τον Ben Wheatley, τον Peter Strickland και άλλους δημιουργούς που ξεπήδησαν από τα βρετανικά 80s.
Οι Νύχτες Πρεμιέρας λοιπόν επέλεξαν 14 ταινίες για να εκπροσωπήσουν αυτά τα 14 χρόνια λειτουργίας του Scala ως ανορθόδοξη κινηματογραφική Μέκκα, συνδυάζοντας πράγματι πετυχημένα τις διαφορετικές πτυχές της πολλαπλότητας του ιστορικού σινεμά. Έτσι, το αθηναϊκό κοινό είδε σπουδαία φιλμ σαν το The Warriors, το Dead Ringers, το Out of the Blue, το A Touch of Zen, το Variety και το The Shout μεταξύ άλλων. Και στο κέντρο του αφιερώματος δέσποζε ένα ντοκιμαντέρ για το ίδιο το Scala, μια ταινία με τίτλο Scala!!! Or, the Incredibly Strange Rise and Fall of the World’s Wildest Cinema and How It Influenced a Mixed-up Generation of Weirdos and Misfits (<3) που έφτιαξαν οι Jane Giles και Ali Catterall, κι η οποία παρουσιάστηκε σε ένα κατάμεστο Άστυ γεμάτο ενθουσιασμό, ζωντάνια, βαβούρα και νταβαντούρι – όπως ακριβώς άξιζε δηλαδή σε μια προβολή για το Scala. Πρόκειται για μια ταινία παλλόμενη και μανουριάρικη, η οποία προσπαθεί όχι απλώς να αναπαραστήσει ιστορικά και αποστασιοποιημένα το κινηματογραφικό παρελθόν αλλά να φτιάξει ένα ζωντανό κινηματογραφικό αρχείο εμπειριών, αισθήσεων και ιδεών. Γι’ αυτό ακριβώς είναι και ένα ενδιαφέρον πείραμα κινηματογραφικής ιστοριογραφίας που καταπιάνεται όχι με την ιστορία του μέσου αλλά την ιστορία της κινηματογραφικής εμπειρίας, του κινηματογραφικού χώρου και της κοινωνικής χρήσης του. Είναι μια ταινία για το σινεμά ως περιβάλλον, ως οικοσύστημα, ως χώρο πάνω στον οποίο επενεργούν οι αφηρημένες ιστορικο-πολιτικές δυνάμεις της κάθε εποχής αλλά και η χαοτική υποκειμενικότητα των σωμάτων που εισβάλλουν, χρησιμοποιούν έως και εκτρέπουν την αίθουσα.
Το ζήτημα της ιστορίας και της χρήσης του κινηματογραφικού χώρου είναι κάτι που όχι μόνο κάνει το ντοκιμαντέρ να ξεχωρίζει από τον συνήθη ακαδημαϊσμό και την εγκυκλοπαιδικότητα παρόμοιων ταινιών, αλλά και να θέτει το ζήτημα της κινηματογραφικής δημόσιας σφαίρας σε μια εποχή που η εμπειρία του σινεμά περιστέλλεται και περιορίζεται. Από τη μία η κουλτούρα του multiplex δημιουργεί μη-τόπους εξατομικευμένης υπερ-κατανάλωσης, από την άλλη η κυρίλα των περισσότερων φεστιβάλ φτιάχνει εξευγενισμένους χώρους ψευδο-θρησκευτικής ευλάβειας, και βεβαίως η διαρκής άνοδος του streaming και της ψηφιακής ψυχαγωγίας εν γένει οδηγεί το οικοσύστημα της αίθουσας σε μια βαθιά κρίση που επιταχύνθηκε από την πανδημία. Επιπλέον, οι κάτοικοι του κέντρου της Αθήνας γνωρίζουν επίσης καλά στο πετσί τους τι σημαίνει ο κίνδυνος εξαφάνισης των αιθουσών και των μορφών/τρόπων ζωής γύρω από αυτές για χάρη της δημιουργίας ενός αποστειρωμένου τουριστικοποιημένου αστικού κέντρου. Όλη την προηγούμενη σεζόν ο αγώνας για την διάσωση των αιθουσών Άστορ και Ιντεάλ υπήρξε σημείο συνάντησης για τον κόσμο που αγαπά και δουλεύει γύρω από το σινεμά στην Αθήνα, με το πρώτο να κυρήσσεται τελικά διατηρητέο και το δεύτερο να οδηγείται προς κλείσιμο στο τέλος του 2023 ώστε να μετατραπεί σε ξενοδοχείο (αναλυτικά τα είχαμε συζητήσει εδώ).
Δεν μπορώ λοιπόν να μην συνδέσω την εκστατική προβολή του ντοκιμαντέρ για το Scala με τον αποχαιρετισμό του φεστιβάλ στην αίθουσα του Ιντεάλ, ένα σινεμά που έχει συνδεθεί άρρηκτα με τις Νύχτες Πρεμιέρας την τελευταία δεκαετία (απ’ όταν χάθηκαν επίσης το Αττικόν και το Απόλλων στην Σταδίου). Οι φετινές Νύχτες Πρεμιέρας ήταν οι τελευταίες που φιλοξενήθηκαν στο Ιντεάλ. Το ιστορικό, αιωνόβιο σινεμά του αθηναϊκού κέντρου θα κλείσει σε λίγους μήνες, γιατί υπάρχουν επενδυτικά/τουριστικά σχέδια που επιφυλάσσουν άλλη μοίρα για το κτίριο. Δυστυχώς, παρότι έγινε μια σημαντική και συγκινητική προσπάθεια φέτος, ο κινηματογράφος δεν μπόρεσε να διασωθεί. Νιώθω ένα μεγάλο δέσιμο με το Ιντεάλ, όπως φαντάζομαι και πολλοί ακόμα άνθρωποι της Αθήνας που αγαπάνε να βλέπουν σινεμά και αγαπάνε να το κάνουν μέσα στην φούρια και την ζωντάνια του κέντρου. Οι Νύχτες Πρεμιέρας αποφάσισαν να αποχαιρετίσουν το Ιντεάλ με μια προβολή του Goodbye Dragon Inn του Tsai Ming-liang, το οποίο αφηγείται την ιστορία ενός σινεμά στην Ταϊπέι το οποίο πρόκειται σύντομα να κλείσει οριστικά. Στην τελευταία του βραδιά, το σινεμά παίζει μια κλασική wuxia ταινία πολεμικών τεχνών του 1967, το Dragon Inn, και οι λιγοστοί φίλοι και εργαζόμενοι της αίθουσας μαζεύονται για να την αποχαιρετίσουν για πάντα. Είναι μια αργή, υπνωτική και στενάχωρη ταινία – και δεν μπορώ να σκεφτώ πιο αξιοπρεπή και συγκινητικό τρόπο από αυτόν που διάλεξε το φεστιβάλ για να αποχαιρετίσει την αίθουσα. Δεν θα έχανα αυτήν την προβολή για κανέναν λόγο. Η παρακάτω συνέντευξη με τους Jane Giles και Ali Catterall αφιερώνεται σε αυτήν την προβολή, και σε όσους αναζητούν στην κινηματογραφική εμπειρία κάτι μετά από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή.
Πρώτα απ’ όλα, συγχαρητήρια για την ταινία σας. Και θα ήθελα να ξεκινήσουμε με το πώς ήταν η προβολή χθες το βράδυ στις Νύχτες Πρεμιέρας. Πώς ήταν η όλη εμπειρία;
Ali: Ταξιδεύουμε τους τελευταίους δύο μήνες σε όλον τον κόσμο. Ξεκινήσαμε με την παγκόσμια πρεμιέρα μας στην Μπολόνια και μετά πήγαμε στο Παρίσι. Στη συνέχεια πήγαμε στο Όστιν του Τέξας και μετά επιστρέψαμε για προβολή στην Βρετανία. Και χωρίς καμία αμφιβολία χθες συναντήσαμε το καλύτερο, το πιο παθιασμένο, το πιο θερμό, το πιο φιλόξενο κοινό.
Δεν έχω καμία αμφιβολία για αυτό.
Ali: 100%.
Jane: Ναι, η υποδοχή για την ταινία μας ήταν φανταστική. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι το φεστιβάλ δούλεψε πολύ σκληρά για να εντάξει την ταινία σε ένα πλαίσιο. Επέλεξαν 13 κλασικές ταινίες Scala. Και έφτιαξαν ειδικό τρέιλερ για το αφιέρωμα στο Scala κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ. Έτσι, όλα αυτά συνδυάστηκαν έτσι ώστε ο κόσμος να καταλάβει πραγματικά τι επρόκειτο να δει. Νομίζω η διαφορά με άλλα φεστιβάλ είναι ότι συχνά ο κόσμος δεν καταλαβαίνει πραγματικά τι θα δει. Σκέφτονται: “Είναι μια ταινία για έναν κινηματογράφο στο Λονδίνο; Γιατί να με ενδιαφέρει αυτό;” Δεν είναι πραγματικά σίγουροι για τον τόνο της ταινίας, αλλά όταν μπορούν να δουν ταυτόχρονα το The Warriors του Walter Hill ή το Ms. 45 του Abel Ferrara, το καταλαβαίνουν. Και νομίζω ότι ο Λούκας, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, καταλαβαίνει πραγματικά το κοινό και τον τρόπο παρουσίασης.
Έχει πλάκα ότι υπάρχει γενικά ένα στερεότυπο για το ελληνικό κοινό, ειδικά σε underground συναυλίες (metal, punk κλπ), ότι είμαστε το “καλύτερο κοινό στον κόσμο”.
Jane: Είναι πιο “βροντόφωνο” το ελληνικό κοινό; Αυτό το κάνει καλύτερο;
Όχι απαραίτητα καλύτερο, απλά οι εναλλακτικές και underground κουλτούρες είναι πολυπληθείς και παθιασμένες. Και το δείχνουν έντονα. Η αναλογία mainstream και alternative έχει ιδιαιτερότητες, το underground είναι αρκετά κοντά στην επιφάνεια.
Jane: Δεν το ήξερα αυτό. Έχει ενδιαφέρον, και εξηγεί κάπως το κοινό που συναντήσαμε χτες στην προβολή.
Συμφωνώ ότι σαφώς η ταινία σας χρειάζεται context για να προβληθεί σωστά. Και όντως οι άνθρωποι του φεστιβάλ έκαναν πολύ καλή δουλειά στο curation ώστε να επικοινωνήσουν την ουσία της ταινίας και του Scala μέσα από τις προβολές του αφιερώματος. Ήσασταν ευχαριστημένοι με τις επιλογές του αφιερώματος;
Jane: Ναι βέβαια. Ήταν λίγο ασυνήθιστες επιλογές, και μάθαμε αργότερα τον λόγο, γιατί το φεστιβάλ είχε δείξει πρόσφατα ταινίες του John Waters και του Russ Meyer πχ, οπότε δεν ήθελαν να επαναληφθούν. Οπότε ο Λουκάς κοίταξε και λίγο παραπέρα όσον αφορά το αφιέρωμα. Του έστειλα έναν κατάλογο με όλες τις ταινίες που είχαν παίξει στο Scala, κι από αυτές έφτιαξε μια πάρα πολύ καλή επιλογή τίτλων.
Διαβάζοντας για την ταινία και έπειτα βλέποντάς την, σκεφτόμουν: “Γιατί δεν την ήξερα ήδη αυτήν την ιστορία;” Ένιωθα πως η ιστορία του Scala ήταν κάτι που θα έπρεπε να γνωρίζω, με βάση το πόσα πολλά πράγματα που αγαπώ (και πολλοί άλλοι επίσης) βρήκαν στέγη εκεί μέσα. Συμβαίνει κάτι αντίστοιχο στην σημερινή Αγγλία; Νιώσατε πως ξεθάβετε κάτι που είχε ξεχαστεί;
Ali: Όχι ακριβώς, γιατί το Scala λειτουργεί ακόμα ως κτίριο κι ο κόσμος το γνωρίζει, αν και ως χώρο συναυλιών αντί για σινεμά. Παραμένει όμως ένα μέρος όπου γίνονται πράγματα και συναντιούνται κοινότητες. Είναι πολύ ορατό, γιατί βρίσκεται και σε μια περιοχή του Λονδίνου σαν το King’s Cross που είναι κόμβος μετακινήσεων. Ως σινεμά, όμως, δε νομίζω ότι η ιστορία του είναι ιδιαίτερα γνωστή πια.
Jane: Η ιστορία του Scala δεν είναι και τόσο άγνωστη, διότι αφού έκλεισε έγραψα γι’ αυτό κι εγώ και ο Ali και άλλοι δημοσιογράφοι. Και στη συνέχεια, το 2008, το κινηματογραφικό περιοδικό με το οποίο συνεργαζόμαστε, το Sight and Sound, έκανε ένα μεγάλο αφιέρωμα με τίτλο “The Lost Art of the Double Bill”, επειδή δεν υπάρχει πια. Και στη συνέχεια, το 2018, εξέδωσα ένα μεγάλο βιβλίο για το Scala και το κινηματογραφικό του πρόγραμμα. Ο Ali ήταν ο εκδότης και εγώ το έγραψα, και το βιβλίο έκανε αρκετό θόρυβο. Και μετά αρχίσαμε να φτιάχνουμε το ντοκιμαντέρ με βάση το βιβλίο, γιατί ανακαλύψαμε πολύ αρχειακό υλικό. Στο μεταξύ το βιβλίο τράβηξε την προσοχή. Και επίσης στα social media είχαμε μια ομάδα για το Scala με ανθρώπους που πήγαιναν εκεί και ανθρώπους που δούλευαν εκεί. Έτσι, στο Facebook, οι άνθρωποι μάθαιναν τα νέα για το τι συμβαίνει. Έτσι δεν ήταν μια τελείως άγνωστη ιστορία, παρότι δεν ήταν παγκοσμίως γνωστή, όπως το CBGB ή κάτι τέτοιο, λόγω των μουσικών που έπαιζαν εκεί. Και επίσης το δικό μας αντίστοιχο του CBGB είναι ο Christopher Nolan, ο Martin McDonagh, ο Steve McQueen, αυτοί οι σκηνοθέτες που ήταν σταθεροί θαμώνες του Scala. Αλλά αυτοί οι σκηνοθέτες μιλούν μόνο για τις δικές τους ταινίες. Δεν μιλούν για τίποτα άλλο.
Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το εξής, που σχετίζεται με την κινηματογραφική ιστοριογραφία. Υπάρχουν φυσικά πολλές ταινίες για την ιστορία του κινηματογράφου ως ιστορία του μέσου. Αλλά δεν υπάρχουν πολλές ταινίες, ούτε και βιβλία δηλαδή, για την ιστορία της κινηματογραφικής εμπειρίας. Νιώθω πως η ταινία σας εντάσσεται σε αυτό το ρεύμα, στην ιστορία της εμπειρίας του σινεμά και των χώρων του σινεμά. Προβληματιστήκατε πάνω σε αυτό ετοιμάζοντας την ταινία;
Jane: Αυτό ακριβώς θέλαμε να κάνουμε. Θέλαμε μια ταινία για την αίσθηση του Scala. Έχει φυσικά πολλές πληροφορίες και πολλά ονόματα κλπ. Αλλά η καρδιά της ταινίας είναι η αίσθηση που θέλει να προκαλέσει στο κοινό. Θέλουμε να την νιώσουν στο δέρμα τους.
Ali: Είναι μια ταινία για τα σωθικά, όχι για το μυαλό. Μπορείς προφανώς να φτιάξεις ένα διανοουμενίστικο καλλιτεχνικό ντοκιμαντέρ για το σινεμά, ή μπορείς να κάνεις αυτό που κάναμε εμείς, το οποίο καταπιάνεται με το κοινό και με την σωματική εμπειρία του σινεμά. Πήραμε αυτήν την απόφαση από τα πρώτα στάδια δημιουργίας της ταινίας.
Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό, γιατί ο κόσμος συνδέει το μάτι με το μυαλό, το βλέπει σαν προέκταση του νου. Οπότε και το σινεμά γίνεται αντιληπτό σαν μια εμπειρία οπτική-εγκεφαλική, ασώματη, πιο αφηρημένη. Ενώ η ταινία σας αφορά το σινεμά ως ενσώματη εμπειρία.
Jane: Είναι εντελώς έτσι. Η ταινία είναι για το σώμα του κινηματογράφου, το σώμα του κοινού αλλά και το σώμα του κτιρίου, των διαφορετικών τμημάτων του χώρου. Κι όταν γυρίζαμε τις συνεντεύξεις θέλαμε να δείξουμε διαφορετικά σημεία του κτιρίου ώστε να αποτυπώσουμε την γεωγραφία του, την γεωγραφία του εσωτερικού του Scala.
Η ταινία ξεκινάει με μια πολιτική νότα, με την Μάργκαρετ Θάτσερ και το πανκ. Πέρα από το ιστορικό πλαίσιο της Βρετανίας όταν το Scala βρισκόταν στην ακμή του, πιστεύετε πως η χρήση των χώρων του σινεμά και η κινηματογραφική εμπειρία ως κοινοτική πρακτική είναι πολιτικό ζήτημα;
Jane: Απολύτως. Για μένα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα γύρω από το Scala ήταν οι βραδιές οικονομικής ενίσχυσης για κοινωνικούς και πολιτικούς σκοπούς. Αλλά το ‘70 και το ‘80 η πολιτική ήταν πολύ περισσότερο στο επίκεντρο. Ο κόσμος κουβαλούσε φανερά την πολιτική του τοποθέτηση πάνω του, στις κονκάρδες του, στα t-shirts του. Ήταν κάτι που πήγαζε από τις ρίζες του Scala στο παρελθόν ως σοσιαλιστικό κοινοτικό σινεμά, μια φάση που κράτησε λίγο στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά η ιδέα της σύνδεσης με κοινωνικά και πολιτικά κινήματα επιβίωσε και διατηρήθηκε και στην περίοδο που εξετάζουμε στην ταινία.
Ali: Αν ερχόσουν στο Scala, έκανες μια δήλωση, είτε το έκανες συνειδητά είτε όχι. Γιατί συνδεόσουν με έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής, underground και αριστερό. Μπορεί να μην το έδειχνες φανερά, αλλά αυτό συνέβαινε. Ήσουν το εναλλακτικό απέναντι στο mainstream, τη στιγμή που η χώρα είχε μια ακροδεξιά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Κι υπάρχουν φυσικά παραλληλίες με το σήμερα, όπου και πάλι έχουμε μια ακροδεξιά συντηρητική κυβέρνηση απέναντι στην οποία αντιστέκονται οι προοδευτικές κατώτερες τάξεις.
Πόσος χώρος υπάρχει σήμερα για μια τέτοιου είδους κοινωνικο-πολιτική χρήση της κινηματογραφικής εμπειρίας και των χώρων του σινεμά; Ρωτάω γιατί οι επίσημοι κινηματογραφικοί θεσμοί (ιδρύματα, φεστιβάλ κλπ) τείνουν όλο και περισσότερο να ενσωματώνουν και να αφομοιώνουν τις συλλογικές ριζοσπαστικές εμπειρίες.
Jane: Έχει ενδιαφέρον γιατί δούλευα για χρόνια στο British Film Institute και προσπαθούν εδώ και πολλά χρόνια, σε επίπεδο κινηματογραφικής παραγωγής, να βρουν δημιουργούς από κοινότητες που παραδοσιακά αποκλείονταν ή αποσιωπούνταν, όπως γυναίκες, queer άτομα, μαύροι, ασιάτες κλπ. Μιλάμε για έναν χώρο που κυριαρχούταν από λευκούς άνδρες. Έτσι το BFI έχει θεσπίσει κάποια κριτήρια στην παραγωγή και τη διανομή ώστε να αλλάξει η δημογραφία της κινηματογραφίας και να γίνει πιο συμπεριληπτική, με περισσότερη διαφορετικότητα. Είναι κάτι που λειτουργεί. Οπότε πιστεύω ότι οι επίσημοι θεσμοί λειτουργούν υποστηρικτικά σε αυτό το μέτωπο. Είναι μια πρόσφατη εξέλιξη. Για τη γενιά μας βέβαια, που ήταν και η γενιά του Scala και σήμερα είμαστε 50 ή 60 ετών, είναι κάπως διαφορετικό, γιατί είμαστε ακόμα συνηθισμένοι στην πολιτική κουλτούρα των 80s. Όταν ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε την ταινία, πολλοί άνθρωποι μας είπαν: “α πρόκειται δηλαδή για την ιστορία μερικών γέρων λευκών τυπάδων”. Κι εμείς απαντούσαμε ότι όχι, είναι επίσης μια ιστορία γυναικών και μαύρων και άλλων καταπιεσμένων κοινοτήτων. Το ενδιαφέρον με το Scala είναι ότι κάθε μέρα έπαιζε άλλη ταινία, οπότε έβλεπες και άλλο κοινό. Και κάθε κοινό ένιωθε πως του ανήκει ο χώρος. Υπήρχε το gay κοινό, το arthouse κοινό, το midnight κοινό, το horror κοινό, αλλά χωρίς απαραίτητα να γνωρίζονται ή να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Ακούγεται σαν μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόσμιξη κουλτουρών, κοινοτήτων και ταυτοτήτων.
Jane: Και αυτό αντανακλόταν στο προσωπικό του Scala. Οι εργαζόμενοι τους έβλεπαν όλους, γνώριζαν όλες τις επί μέρους φιγούρες του σινεμά, και προσπαθήσαμε στην ταινία να τους φέρουμε κοντά κινηματογραφικά.
Ali: Όπως είπα και μετά την προβολή στο Q&A, υπήρχαν πολλές διαφορετικές φυλές στο Scala. Υπήρχε πάντα διαφορετικότητα στον χώρο, κι όταν ένας χώρος έχει τόσο αυθεντική κι έντονη διαφορετικότητα, αυτό οδηγεί σε μια έκρηξη δημιουργικότητας. Γιατί οι άνθρωποι, ακόμα κι αν ανήκουν σε μια συγκεκριμένη σκηνή και δεν γνωρίζονται προσωπικές με μια άλλη κουλτούρα, βρίσκονται μέσα στο ίδιο κτίριο και αλληλεπιδρούν έστω και έμμεσα. Οι ιδέες κυκλοφορούν και η επικοινωνία υπάρχει στην ατμόσφαιρα, κι αυτό δημιουργεί κάτι ξεχωριστό.
Φυσικά, η προσέλκυση όλων αυτών των διαφορετικών φυλών ξεκινάει με κάποιες θεμελιώδεις επιλογές όσον αφορά το curation, την επιλογή, την επιμέλεια και τον προγραμματισμό των ταινιών. Θα ήθελα να μιλήσουμε για τις αισθητικές διακρίσεις και ιεραρχίες. Γιατί αν οι άνθρωποι του Scala διαχώριζαν υψηλή και χαμηλή τέχνη, υψηλή και χαμηλή κουλτούρα, τότε όλο αυτό δεν θα ήταν εφικτό, σωστά;
Ali: Ακριβώς. Η ομορφιά του Scala ήταν ότι δεν υπήρχε καμία διάκριση ανάμεσα σε υψηλό και χαμηλό σινεμά.
Jane: Τους άρεσαν τα πάντα. Κυριολεκτικά τα πάντα. Αλλά περισσότερο απ’ όλα τους άρεσαν οι μουσικές ταινίες και το post-punk. Υπήρχε μια δίψα για ένα ιδιαίτερο είδος σινεμά που ήταν ταυτόχρονα arthouse και cult, με ιδιαίτερη απήχηση σε ανθρώπους από καλλιτεχνικές σχολές. Καθόλου τυχαία, οι πρώτες ταινίες του David Lynch ήταν αυτές που έκαναν τον μεγαλύτερο ντόρο στο Scala, και το σινεμά δημιουργούσε ένα context με βάση το οποίο γίνονταν αντιληπτές αυτές οι ταινίες. Όταν πρωτοπαίχτηκε το Eraserhead στα τέλη του ‘70, οι κριτικοί κινηματογράφου δεν είχαν τα εργαλεία και την γλώσσα για να εξηγήσουν τι ήταν αυτό το πράγμα. Το Scala επιμελήθηκε όμως ένα πρόγραμμα με Alejandro Jodorowsky, γερμανικό εξπρεσιονισμό και punk ταινίες ώστε να εξηγήσει μέσα από το curation τι ήταν αυτό που έκανε ο Lynch στο Eraserhead. Και δούλεψε! Ο κόσμος ερχόταν επειδή εμπιστευόταν το context. Ήταν πανέξυπνο και είναι ο ιδανικός τρόπος να κάνεις τα πράγματα.
Είναι λίγο σαν αυτό που έκανε το post-punk στο ίδιο το punk, που του προσέφερε context και το έντυσε με ιδέες, όπως έχουν σημειώσει πολλοί Βρετανοί δημοσιογράφοι σαν τον Mark Fisher, τον Simon Reynolds κλπ.
Ali: Το post-punk έφερε τις ιδέες. Εννοώ ότι το punk ήταν μια ενστικτώδης αντίδραση απέναντι στο κατεστημένο, αλλά το post-punk έφερε την εγκεφαλικότητα, κι έτσι κατέληξε να είναι πολύ πιο επιδραστικό ακόμα και μέχρι σήμερα. Εκεί ήταν που επίσης μπήκανε οι φεμινιστικές και queer ιδέες στην punk κουλτούρα.
Σκεφτόμουν, ως μέρος του κοινού, πως αυτό το είδος εμπειρίας μέσα στο σινεμά είναι πλέον η εξαίρεση στο σύγχρονο κινηματογραφικό περιβάλλον. Τα πράγματα είναι αρκετά “καθαρά” και εξευγενισμένα, ειδικά στα φεστιβάλ. Δεν υπάρχει συνήθως χώρος για το στοιχείο της γιορτής, του απρόβλεπτου. Πώς ήταν η εμπειρία σας να πηγαίνετε σε κυριλέ φεστιβάλ με μια ταινία που αφορά το απρόβλεπτο ως στοιχείο της κινηματογραφικής εμπειρίας;
Jane: Όταν ετοιμάζαμε την ταινία, που μας πήρε 5 χρόνια συνολικά, συζητούσαμε για τις επιρροές μας και βλέπαμε μαζί συγκεκριμένες ταινίες. Είναι κάτι που συμβαίνει πάντα όταν ετοιμάζεις ένα φιλμ. Και συμφωνήσαμε ότι οι 3 ταινίες που μας ενώνουν περισσότερο είναι το The Great Rock and Roll Swindle του Julien Temple, το 24 Hour Party People του Michael Winterbottom και το This Is Spinal Tap του Rob Reiner. Αυτές οι 3 ταινίες ήταν οι πυλώνες όσον αφορά το χιούμορ και την χύμα αίσθηση που θέλαμε να έχει η ταινία μας. Αυτό που έχουμε καταλάβει με τις φεστιβαλικές προβολές είναι ότι το κοινό στην αρχή νιώθει ότι δεν σίγουρο αν έχει την “άδεια” να γελάσει. Επειδή είναι ντοκιμαντέρ, νιώθουν ότι πρέπει να προσέχουν πολύ. Έχει πληροφορίες, χρονολογίες, είναι σαν μάθημα ιστορίας… Οπότε είναι συγκρατημένοι και συγκεντρωμένοι. Οπότε πειραματιζόμασταν με διαφορετικούς τρόπους να προλογίζουμε την ταινία ώστε να καταλάβουν ότι μπορούν να γελάσουν και να εκφραστούν όπως θέλουν. Αυτό είναι το νόημα, όχι το να μην χάσεις κάποια ημερομηνία. Οπότε σταδιακά εξελίσσεται καλύτερα, μερικές φορές χειροκροτάνε, άλλες γελάνε, και μερικές φορές κλαίνε στο τέλος. Αλλά καμία σχέση με την προβολή χτες εδώ.
Ali: Καμία σχέση, χτες ήταν το κάτι άλλο.
Μου φαίνεται πως η νέα γενιά ανθρώπων αναζητά όλο και περισσότερο αυτές τις πιο άμεσες και αυθεντικές εμπειρίες στο σινεμά. Δεν θέλει ούτε την κυριλέ ή ακαδημαϊκή αίσθηση του κλασικού φεστιβάλ, ούτε το υπερ-εμπορευματοποιημένο καταναλωτικό περιβάλλον του multiplex.
Ali: Ναι, ισχύει για τους millennials και τους zoomers σε μεγάλο βαθμό. Αναζητούν ξεχωριστές εμπειρίες, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η Γενιά Χ. Το Scala στα ντουζένια του στα 80s ήταν επίσης έτσι, απηχούσε την ατμόσφαιρα των 60s. Αυτό είναι κάτι με το οποίο μπορούν να επικοινωνήσουν οι νέες γενιές, το βλέπουν στην οθόνη και το καταλαβαίνουν. Το επιζητούν. Είναι σημαντικό αυτό.
Jane: Πρέπει επίσης να πω ότι αυτή είναι η πρώτη ταινία μας. Ο Ali δουλεύει ως κριτικός και συγγραφέας πολλά χρόνια τώρα. Εγώ δουλεύω στην κινηματογραφική διανομή και τον προγραμματισμό φεστιβάλ. Είναι η πρώτη μας ταινία και μας υποστήριξε πάρα πολύ ένας φανταστικός παραγωγός, ο Andy Stark. Έχει κάνει επίσης παραγωγές με τον Ben Wheatley, τον Peter Strickland, τον Brandon Cronenberg και άλλους. Κι είχε άλλη μια ταινία εδώ στο φεστιβάλ, το Hoard της Luna Carmoon. Έχει κάνει 60 ταινίες κι έχει μπουχτίσει με την κινηματογραφική βιομηχανία. Οπότε μας έδωσε την δημιουργική ελευθερία να πειραματιστούμε. Είναι επίσης ο μοντέρ μας και έχει μια πολύ DIY προσέγγιση. Οπότε νομίζω ότι ο λόγος που η ταινία δείχνει διαφορετική κι έχει την αίσθηση του διαφορετικού είναι ότι γνωρίζουμε πολύ καλά το θέμα μας κι έχουμε μια πολύ σαφή ιδέα για το πώς θέλουμε να είναι η ταινία. Και σίγουρα δεν προσπαθούσαμε να κάνουμε ένα “κανονικό” ντοκιμαντέρ. Εννοώ αυτά τα κλασικά ξενέρωτα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ γεμάτα πληροφορίες κλπ. Θέλαμε να κάνουμε το αντίθετο από αυτό.
Ali: Υπάρχουν δύο ακόμα πτυχές σε αυτό. Όπως είπαμε και πριν, είναι η πρώτη μας ταινία, κι υπάρχει νομίζω μια τάση για κινηματογραφιστές και μουσικούς να τα δίνουν όλα στην πρώτη δουλειά τους, γιατί δεν ξέρεις αν θα έχεις ποτέ μια δεύτερη ευκαιρία. Οπότε είπαμε, δε γαμιέται, πάμε να τα δώσουμε όλα. Κι η δεύτερη πτυχή είναι ότι το BFI, που είναι ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός οργανισμός στην Μεγάλη Βρετανία (κι ένας από τους σημαντικότερους στον κόσμο), υποστήριξε το πρότζεκτ μας, καθώς κι οι ίδιοι έχουν μια παρόμοια αντίληψη ως θεματοφύλακες της κινηματογραφικής ιστορίας της χώρας. Οπότε αυτό μας βοήθησε πολύ.
Αναρωτιέμαι αν κάποτε θα υπήρχε αρκετό πλούσιο και ενδιαφέρον υλικό να φτιαχτεί ένα αντίστοιχο ντοκιμαντέρ για την εμπειρία της αίθουσας όπως είναι σήμερα. Μου φαίνεται δύσκολο…
Jane: Υπάρχει ένα ντοκιμαντέρ στο Netflix που μ’ αρέσει πολύ, το Fyre που έχει θέμα το Fyre Festival, το μουσικό φεστιβάλ που οδήγησε σε καταστροφή. Οκ, δεν έχει σχέση με σινεμά, αλλά συλλαμβάνει πολύ πετυχημένα το χάος, την εμπειρία και τα συναισθήματα μιας παράξενης κατάστασης που εξελίσσεται στο παρόν. Κι αυτό έχει πάντα πολύ ενδιαφέρον.