Ας ξεκινήσουμε με μερικά αξιώματα, η αλήθεια των οποίων οφείλει να θεωρηθεί αυταπόδεικτη και δεδομένη, αν είναι να βγάλει νόημα αυτό το κείμενο. Το πρώτο αξίωμα το έχουμε ξαναδιατυπώσει και λέει πως έχουμε ανάγκη από καλό, διασκεδαστικό, μαζικό, λαϊκό blockbuster κινηματογράφο. Δεν είναι μόνο ότι το σινεμά είναι η κατεξοχήν τέχνη της μαζικής κουλτούρας του 20ου αιώνα – είναι επίσης κι ότι μας ικανοποιεί μια επιθυμία να δούμε πράγματα απίστευτα, να μας επιβεβαιώσει την πεποίθηση ότι μέσα στην κοινοτοπία του κόσμου μπορούμε να νιώσουμε αυτήν την μοναδική αίσθηση του wonderment, την αναστολή της δυσπιστίας, το αίσθημα ότι μέσα σ’ αυτήν την οθόνη συμβαίνει κάτι εξωπραγματικό – ακόμα κι αν το καταναλώνουμε, σε τελική ανάλυση, ως ένα προϊόν ανάμεσα στα υπόλοιπα. Φυσικά, αυτή είναι μια δύσκολη ισορροπία – και το να κάνεις καλό blockbuster κινηματογράφο δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα. Συνήθως απαιτεί ένα εξαιρετικά μετέωρο βήμα μεταξύ κοινοτοπίας και καινοτομίας. Εκεί είναι που χτυπάει διάνα ο καλός λαϊκός blockbuster κινηματογράφος: στο πώς νιώθουμε, τι αισθανόμαστε, με τι ενθουσιαζόμαστε, τι μας συναρπάζει, τι μας προκαλεί τον αφελή θαυμασμό, την πεποίθηση ότι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μόνο εδώ, μπροστά μας, για τα μάτια μας – την αίσθηση, τέλος, ότι δεν υπάρχει τίποτα που να συγκρίνεται με το να βλέπεις απίστευτα πράγματα να λαμβάνουν χώρα σε μια γιγάντια οθόνη περικυκλωμένη από πηχτό σκοτάδι και ανθρώπινες ανάσες.
Το δεύτερο αξίωμα, λοιπόν, λέει ότι δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολη υπόθεση να φτιάξεις μια αληθινά καλή ταινία δράσης. Για την ακρίβεια, είναι κάτι πολύ δύσκολο – απαιτεί ένα συγκεκριμένο είδος μαστοριάς εκ μέρους πολλών εκατοντάδων ανθρώπων, οργανωμένη με βιομηχανικό πλην δημιουργικό τρόπο. Ας μην μας ξεγελάει το γεγονός ότι συχνά οι ταινίες δράσης υποτιμούνται ως απλώς mainstream ψυχαγωγικό υπερ-θέαμα. Στην πραγματικότητα, από τα 70s και μετά που το χολιγουντιανό μοντέλο παραγωγής blockbusters αλλάζει έπειτα από το Jaws, οι πραγματικά καλές ταινίες δράσεις (μέσα στον απέραντο ωκεανό σαβούρας, κακά τα ψέματα) απαιτούν ικανούς δημιουργούς. Για παράδειγμα, το Raiders of the Lost Ark είχε έναν Steven Spielberg, τα Terminator και Aliens είχαν έναν James Cameron, τα Predator και Die Hard είχαν έναν John McTiernan, τα Mad Max έναν George Miller, τα RoboCop και Total Recall έναν Paul Verhoeven, το Runaway Train έναν Andrei Konchalovsky, το Face/Off έναν John Woo, το Kill Bill έναν Quentin Tarantino και το Matrix δύο Wachowskis. Η διπλή αντιφατική διαδικασία μετατροπής του σινεμά σε καταναλωτικό μεγα-προϊόν και ανάδειξης του μεγα-προϊόντος σε υψηλή (ποπ) τέχνη δημιούργησε τις τελευταίες 4 δεκαετίες ένα είδος action-blockbuster auteur που καταφέρνει να έχει τον δημιουργικό έλεγχο και να καθιστά διακριτή την καλλιτεχνική του ταυτότητα σε μια κινηματογραφική κατασκευή βιομηχανικής μεγα-κλίμακας.
Και πάμε και στο τρίτο -και τελευταίο για σήμερα- αξίωμα, το οποίο λέει ότι, με βάση τα παραπάνω, ο σημερινός μαζικολαϊκός χολιγουντιανός action-blockbuster βρίσκεται σε κρίση. Όχι απαραίτητα σε οικονομική κρίση, αν και αυτή είναι μια διόλου ασήμαντη πλευρά της εξίσωσης, παρά το γεγονός ότι το σινεμά παραμένει μια βιομηχανία με κύκλο εργασιών πολλά δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. Η κρίση αυτή αφορά πρωτίστως το μαζικό σινεμά ως συλλογική κοινωνική εμπειρία με μείζον πολιτισμικό αποτύπωμα στην φαντασία και την συνείδηση των ανθρώπων της εποχής μας. Τι χαρακτηριστικά έχει αυτή η κρίση όσον αφορά το action-blockbuster σινεμά; Ας προσπαθήσουμε να τα συνοψίσουμε σε πέντε κατηγορίες. Πρώτον, κυριαρχεί η νοσταλγία και η ανακύκλωση, είτε με τη μορφή της αναβίωσης παλαιότερων πετυχημένων τίτλων είτε με τη μορφής της διαρκούς διασκευής υλικού που προέρχεται από άλλες τέχνες, με αποτέλεσμα να απουσιάζουν οι πρωτότυπες και original ιδέες (έστω και απλές ή απλοϊκές). Δεύτερον, η τάση για όλο και μεγαλύτερα κινηματογραφικά οικοδομήματα μέσα από franchise-building, cinematic universes, sequels, prequels και spinoffs στερεί από το κινηματογραφικό έργο την αυτοτέλεια της εμπειρίας και την μοναδικότητα, ή έστω σπανιότητα, του συμβάντος – η οποία με την σειρά της εγγυάται την πολυτιμότητά του. Τρίτον, η κυριαρχία του CGI και της αυτοματοποιημένης ψηφιακής παραγωγής (ακόμα και πριν την απειλή του Α.Ι.) έχει αφαιρέσει σημαντικό μέρος της συλλογικής κατασκευαστικής μαστοριάς που πάντα συνδεόταν άρρηκτα με την χολιγουντιανή βιομηχανία. Τέταρτον, η ιδεολογική κατάρρευση των μεγάλων δυτικών αφηγήσεων και βεβαιοτήτων, κι ειδικά η κρίση της αμερικάνικης πολιτικο-στρατιωτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας, έχει αποσταθεροποιήσει το ανθρωπολογικό έδαφος που εγγυόταν την αναπαραγωγή του χολιγουντιανού blockbuster όχι μόνο ως μαζική κουλτούρα αλλά και ως κοσμοθεωρία, ηθική και ιδεολογία που εκτείνεται σε πλανητική κλίμακα. Πέμπτον, η σταδιακή μετατροπή των κινηματογραφικών στούντιο σε πολύπλοκους τεχνο-οικονομικούς μηχανισμούς διοικούμενους από γραφειοκράτες και αλγόριθμους αφαίρεσε ακόμα περισσότερη από την εξουσία των καλλιτεχνών πάνω στο καλλιτεχνικό έργο, παράγοντας πλέον περισσότερο στουντιακούς-αλγοριθμικούς υπαλλήλους και λιγότερο ικανούς σκηνοθέτες – γεγονός που έχει δυσχεράνει την αναπαραγωγή της φιγούρας του blockbuster auteur που σκιαγραφήσαμε παραπάνω, περιορίζοντάς την σε λίγους χολιγουντιανούς δημιουργούς σαν τον Christopher Nolan και τον Dennis Villeneuve.
Ό,τι γράφουμε μέχρι τώρα αφορά την κυρίαρχη τάση του μπλοκμπαστερικού σινεμά, όχι την μοναδική εκδοχή του. Με άλλα λόγια, αυτό δεν σημαίνει πως όλες οι χολιγουντιανές ταινίες δράσης που παράγονται σήμερα υπακούν στους παραπάνω κανόνες ή ότι δεν βγαίνουν καθόλου καλές ταινίες. Σημαίνει όμως ότι παράγεται ένα κινηματογραφικό-βιομηχανικό περιβάλλον και οικοσύστημα που ευνοεί περισσότερο από ποτέ την τυποποίηση, την απουσία δημιουργικότητας και την υπαγωγή στις αφηρημένες και απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς και των αλγόριθμων. Προφανώς, σε αυτό έχουν παίξει ρόλο δύο παράλληλες διαδικασίες των τελευταίων δύο δεκαετιών που επέδρεσαν σημαντικά πάνω στο περιεχόμενο και την μορφή, την παραγωγή και την διανομή του χολιγουντιανού θεάματος: αφενός η ανάδειξη του superhero σινεμά (κι ευρύτερα της nerd κουλτούρας) σε κυρίαρχη εκδοχή του action blockbuster κι αφετέρου η στροφή προς την εξατομικευμένη ψυχαγωγία μέσα από την σταδιακή κυριαρχία των streaming πλατφορμών έναντι της κινηματογραφικής αίθουσας. Αυτές οι δύο εξελίξεις, φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους, στένεψαν το μαζικολαϊκό σινεμά και το περιόρισαν από πλευράς έμψυχης καλλιτεχνικής κατασκευής (αναβαθμίζοντάς το ταυτόχρονα ως άψυχο τεχνικό οικοδόμημα-επίτευγμα) και συλλογικής ενσώματης εμπειρίας. Το αποτέλεσμα, με μια κουβέντα, είναι ότι μίκρυνε η καλλιτεχνική κλίμακα την ίδια στιγμή που εκτοξεύτηκε η παραγωγική κλίμακα. Έτσι, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου η βασική αντίφαση του μπλοκμπαστερικού σινεμά βρίσκεται ανάμεσα στο πόσα πολλά πράγματα είναι ικανό να κάνει και στο πόσο περιορισμένο έχει γίνει εκ των πραγμάτων το πεδίο του, δήλαδη πόσα λίγα πράγματα κάνει εν τέλει. Επομένως, πέρα από το ότι το “μετέωρο βήμα μεταξύ κοινοτοπίας και καινοτομίας” για το οποίο μιλήσαμε προηγουμένως γίνεται όλο και πιο σπάνιο για τις χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, το μπλοκμπαστερικό σινεμά δράσης, που κάποτε χαρακτηριζόταν από την πληθώρα και το πλεόνασμα, πλέον στιγματίζεται από την έλλειψη (την οποία προσπαθεί να καλύψει με ακόμα μεγαλύτερη υπερβολή, έστω και κούφια).
Τι είδους έλλειψη όμως; Τι είναι αυτό που λείπει πια από το χολιγουντιανό σινεμά μεγάλης κλίμακας; Έχω την αίσθηση πως είναι κάτι που όλοι το νιώθουν, γιατί έχει αλλάξη η αίσθηση και η αύρα των blockbusters, αλλά δεν προσπαθούμε συχνά να το βάλουμε σε λέξεις. Αν το απλοποιήσουμε εντελώς, θα έλεγα ότι αυτό που λείπει είναι ένα wonderment που να προκαλεί δέος και μια απλότητα που να προκαλεί εφησυχασμό. Η πρώτη έλλειψη οφείλεται στην κοινοτοποίηση του εντυπωσιασμού που έχει επέλθει από την ψηφιακή παραγωγική αναδιάρθρωση του χολιγουντιανού θεάματος, την σμίκρυνση της κλίμακας της εικόνας μέσα από την κυριαρχία των smartphones και των πλατφορμών, αλλά και στην αίσθηση ότι όλα έχουν ξαναγίνει στο παρελθόν και τίποτα δε μπορεί να παράξει αληθινή πρωτοτυπία στη μαζική κουλτούρα. Η δεύτερη έλλειψη, που βρίσκεται σε μερική αντίφαση με την πρώτη δημιουργώντας έτσι ένα ιδιότυπο καθεστώς πολιτισμικής σχιζοφρένειας, αφορά την επιζήτηση της απλότητας με έναν τρόπο που επανατοποθετεί τον κόσμο και την πραγματικότητα μέσα σε σταθερές βεβαιότητες και συμπαγή ερμηνευτικά πλαίσια που έχουν κλονιστεί κατά τον 21ο αιώνα μέσα από μια σειρά οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών κρίσεων και αντιθέσεων. Αν κοιτάξουμε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του action-blockbuster σινεμά κατά τα τελευταία χρόνια, θα βρούμε δύο μεγα-επιτυχίες που ανταποκρίνονται η κάθε μία σ’ αυτές τις δύο ελλείψεις: από τη μία το Avatar: The Way of Water που αναζωογόνησε την πίστη στο χολιγουντιανό wonderment κι από την άλλη το Top Gun: Maverick που αναζωογόνησε την πίστη στην χολιγουντιανή απλότητα. Για την ιστορία, οι δυο ταινίες μαζί έβγαλαν σχεδόν 4 δις δολάρια στο παγκόσμιο box office. Και κατά έναν ειρωνικό τρόπο, παρότι αμφότερες χαιρετίστηκαν ως αέρας δροσιάς για το σύγχρονο Hollywood, και ως ευχάριστο διάλειμμα από την κυριαρχία των υπερηρώων στα ταμεία, κι οι δύο ταινίες αποτέλεσαν sequels παλαιότερων τίτλων που είχαν θεωρηθεί λίγο-πολύ ξεγραμμένα από την ποπ κουλτούρα και καταπιάνονται με το υπαρξιακό άγχος επιβίωσης και αναπαραγωγής της αμερικάνικης αυτοκρατορίας σε έναν πολύπλοκο πολυπολικό κόσμο.
Πολύ συχνά έχει γραφτεί πως η γοητεία του action-blockbuster σινεμά οφείλεται στην επιθυμία για φυγή από τον κόσμο και την πραγματικότητα, στο escapism που προσφέρει το χολιγουντιανό θέαμα. Παρότι σε ένα επιφανειακό επίπεδο αυτό είναι αλήθεια, κι ανταποκρίνεται στην άμεση αίσθηση που προκαλεί το blockbuster σινεμά στους θεατές, τις περισσότερες φορές τείνουμε να παίρνουμε υπερβολικά κυριολεκτικά αυτό το escapism και να μην βλέπουμε ότι από κάτω του κρύβεται περισσότερο μια επιθυμία επιβεβαίωσης της ταύτισης με τον κόσμο και επανασυμφιλίωσης με την πραγματικότητα, αλλά μέσα από ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό και ηθικό πρίσμα: αυτό του ύστερου καπιταλισμού που κατέστησε δυνατή την βιομηχανία του θεάματος όπως την ξέρουμε. Καθόλη την πορεία του 20ού αιώνα, ο κινηματογράφος δράσης δεν αποτέλεσε μόνο την πεμπτουσία του χολιγουντιανού σινεμά, αλλά και την βαθύτερη ουσία της ίδιας της καπιταλιστικής ιδεολογίας ως ιδεολογία του αυτόνομου και ελεύθερου ατόμου που έχει την δυνατότητα να επιδράσει και να κυριαρχήσει πάνω στον (φυσικό και κοινωνικό) κόσμο. Πρόκειται για μια ιδεολογία της κατάλυσης των ορίων, του ξεπεράσματος των φραγμάτων, της απεριόριστης επέκτασης και της απεριόριστης κυριαρχίας – κι είναι φυσικά μια πατριαρχική ιδεολογία που ενσαρκώνεται τέλεια στον αρρενωπό ήρωα που αποτελεί κέντρο της αφήγησης (κι άρα και του κόσμου). Αυτή η ιδεολογία του κλασικού αμερικάνικου action κινηματογράφου αποκρυσταλλώνεται στα κατασκευαστικά στοιχεία του έργου: η ιδεολογική του μονοσημαντότητα αντιστοιχεί στην γραμμικότητα της ψυχολογίας, την μονοδιάστατη αφήγηση, την απλοϊκότητα της αναπαράστασης, τον μανιχαϊσμό και την δυαδικότητητα των διακρίσεων ανάμεσα σε καλό και κακό, εχθρό και φίλο, εσωτερικότητα και εξωτερικότητα. Την ίδια στιγμή όμως -κι εδώ είναι η μαγεία του κλασικού χολιγουντιανού action σινεμά της χρυσής εποχής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τα πολεμικά φιλμ, τα επικά western και τις κατασκοπικές περιπέτειες- βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα μορφή κινηματογραφικού Υψηλού που χτίζεται πάνω στα μεγάλα set pieces, στη πολυπλοκότητα της χορογραφίας της δράσης, στην απίστευτη συνεργεία μιας σειράς καλλιτεχνικών και τεχνολογικών παραγόντων, στην ασύλληπτη και φευγαλέα ποιητικότητα της κίνησης μέσα στην εικόνα.
Αυτή η δυναμική, που εδραιώθηκε στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 μέσα από τις μεγα-παραγωγές του στουντιακού συστήματος και γνώρισε μια βιομηχανική υπερ-άνθιση με την γέννηση του σύγχρονου blockbuster σινεμά μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 με τις κυκλοφορίες των Jaws και Star Wars και την ακόλουθη ανάδειξη των Steven Spielberg και George Lucas σε μεγάλους παίχτες του Hollywood, δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις συνθήκες του 21ου αιώνα. Όπως έιπαμε και πριν, αυτό το σινεμά δράσης προϋπέθετε έναν σταθερό και συνεκτικό κόσμο ως αντικείμενο και υλικό πάνω στο οποίο μπορούσε να επι-δράσει ο άνθρωπος, όπως αυτός ενσαρκωνόταν από τον χολιγουντιανό action hero. Παρόλα αυτά, η πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου, με την κρίση των ταυτοτήτων και βεβαιοτήτων από το επίπεδο της γεωπολιτικής μέχρι το επίπεδο του ψυχισμού, έχει τραυματίσει την αίσθηση ότι ο κόσμος είναι κάτι το οποίο μπορούμε να καταλάβουμε και να μετασχηματίσουμε. Κι αυτό, με τη σειρά του, έχει κλονίσει τα ιδεολογικά και ψυχοσυναισθηματικά θεμέλια του σύγχρονου action blockbuster. Το The Matrix ήταν βέβαια η πρώτη τέτοια ταινία που προσπάθησε να αναμετρηθεί με αυτά τα ερωτήματα σε τέτοια μεγα-κλίμακα, κι έκτοτε έχουμε δει ουκ ολίγα χολιγουντιανά action-blockbusters να ακολουθούν το δίδαγμά του, αν και σίγουρα με λιγότερο αποτελεσματικό τρόπο. Στον αντίποδα λοιπόν του wonderment και της απλότητας που είδαμε στο παράδειγμα Avatar/Top Gun, βρίσκουμε την προσπάθεια για πολυπλοκότητα εκ μέρους των ίδιων των blockbusters, στα οποία η πραγματικότητα εμφανίζεται ως ασταθής, αποσπασματική, έως και απατηλή ή εντελώς ψεύτικη, κι η δυνατότητα για επί-δραση πάνω στον κόσμο χάνεται μέσα σε πολλαπλές εκδοχές, παράλληλα σύμπαντα και θρυμματισμένα timelines. Εδώ, τα αντίστοιχα παραδείγματα θα λέγαμε ότι είναι οι πρόσφατες επιτυχίες των Spider-Man: No Way Home και Everything Everywhere All at Once που αναμετρήθηκαν με την ιδέα των multiverses (κι αν στο προηγούμενο παράδειγμα η απλότητα έκρυβε από κάτω μια ιδεολογική λειτουργία, εδώ η ψευδο-πολυπλοκότητα και το ψευδο-χάος κάνει επίσης το ίδιο, αλλά αυτό είναι κάτι που ήδη έχουμε συζητήσει εκτενώς αλλού).
Επομένως, το σύγχρονο σινεμά δράσης, όντας διχασμένο ανάμεσα στην τάση για μονοσήμαντη απλότητα και την τάση για meta/ειρωνική πολυπλοκότητα, χωρίς να καταφέρνει να εξυπηρετήσει αποτελεσματικά καμία από τις δύο, έχει εγκλωβιστεί σε μια λούπα συνεχούς δράσης χωρίς επίδραση. Η δυνατότητα επίδρασης πάνω σε μια κατάσταση έτσι ώστε να προκύψει μια νέα κατάσταση υπήρξε δομικό συστατικό του action σίνεμα από το The Great Train Robbery του 1903 που κατά πολλούς αποτελεί την πρώτη ταινία δράσης μέχρι το χολιγουντιανό Υψηλό των μεγάλων χολιγουντιανών western ποιυ καθόρισαν πώς μοιάζει το σινεμά δράσης στον 20ό αιώνα σε επίπεδο κοσμοθεωρίας, ηθικής, χαρακτήρων, αφήγησης και δομής έως και σήμερα. Κατά την δεκαετία του ’50, όταν το είδος έφτασε στην ώριμη φάση του με τις ταινίες των John Ford, Howard Hawks, Anthony Mann, John Sturges, Fred Zinnemann και William A. Wellman μεταξύ άλλων, η κινηματογραφική παραγωγή των western ξεπερνούσε τις ταινίες που φτιάχνονταν σε όλα τα άλλα genres μαζί. Για να καταλάβουμε την σημασία αυτών των ταινιών δράσης για το σινεμά του 20ού αιώνα θα χρειαστεί να στραφούμε (για μια ακόμα φορά, σόρι), στο έργο του φιλοσόφου Gilles Deleuze, ο οποίος ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο όσο κανένας άλλος φιλόσοφος. Στον πρώτο τόμο του έργου του Κινηματογράφος, με τίτλο Η Εικόνα-Κίνηση, ο Deleuze αναφέρεται στην εποχή του κλασικού Hollywood που “παρήγαγε τον καθολικό θρίαμβο του αμερικάνικου σινεμά” και την συνδέει με μια φόρμουλα που περιέχεται σε αυτό που ονομάζει εικόνα-δράση και καταγράφει την εξέλιξη μιας δράσης κατά την οποία ο ήρωας παρεμβαίνει σε μια κατάσταση αλλάζοντάς την. Η φόρμουλα αυτή, στην εκδοχή της που μας ενδιαφέρει εδώ καθώς αφορά το action σινεμά, παίρνει τη μορφή Κατάσταση-Δράση-Κατάσταση και κατά τον Deleuze απορυσταλλώνεται τέλεια στις κλασικές western ταινίες δράσης. Ως παράδειγμα παίρνει το The Man Who Shot Liberty Valance του Ford, στο οποίο ένας νεαρός ιδεαλιστής γερουσιαστής φτάνει σε μια μικρή πόλη του 19ου αιώνα που βρίσκεται υπό τον έλεγχο ενός διαβόητου παρανόμου. Η ταινία μας οδηγεί στην τελική αναμέτρηση ανάμεσα στον ιδεαλιστή και τον παράνομο, η οποία αποτελεί την αποφασιστική δράση της αφήγησης. Μετά από αυτήν, δημιουργείται μια νέα κατάσταση, ένα νέο νομικό και πολιτικό καθεστώς, μαζί με τον ιδρυτικό του μύθο.
H εικόνα-δράση που έπαιρνε τη μορφή Κατάσταση-Δράση-Κατάσταση αντιστοιχούσε στον κινηματογράφο των στρατιωτών, των καουμπόηδων και των σαμουράι: των ηρώων που υψώνονταν στο ύψος των περιστάσεων και αντιμετώπιζαν τις προκλήσεις που έφερνε μπροστά τους η μοίρα, η συνείδηση ή το καθήκον έτσι ώστε να επιδράσουν πάνω στον κόσμο τους και να τον μετασχηματίσουν με τις πράξεις τους. Με το πέρασμα στον μεταμοντέρνο 21ο αιώνα, όμως, δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος έναν κοινό τόπο ο οποίος αξίζει απροϋπόθετης υπεράσπισης στο πλαίσιο των κινηματογραφικών αφηγήσεων. Η σταδιακή κρίση της παγκόσμιας αμερικάνικης ηγεμονίας από την δεκαετία του ’00 κι έπειτα μετέτρεψε το κινηματογραφικό ενδιαφέρον της δράσης από τις ΗΠΑ προς τον πλανήτη συνολικά, με αποτέλεσμα όλο και μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου blockbuster σινεμά να έχει περιστραφεί στην υπεράσπιση της Γης ή της ανθρωπότητας απέναντι σε μια προσωποποιημένη (εξωγήινη) απειλή ή μια απρόσωπη (φυσική) καταστροφή. Παρόλα αυτά, φαίνεται να υπάρχει και πάλι μια έλλειψη. Θα μπορούσαμε άραγε να πούμε ότι το σύγχρονο σινεμά δράσης μας εμπνέει πράγματι να υπερασπιστούμε την Αμερική ή την ανθρωπότητα; Ίσα ίσα, η διαρκής αίσθηση απειλής χωρίς πραγματικά stakes τείνει να παράγει περισσότερη αναισθητοποίηση, ενώ πλέον καθώς ο κόσμος γίνεται πιο χαοτικός και πολύπλοκος μετά βίας υπάρχει κοινή συναίνεση ως προς το ποια είναι η υπάρχουσα κατάσταση και πραγματικότητα που θα μπορούσε να επηρεαστεί και να μετασχηματιστεί από την δράση. Στην θέση αυτής της συσχέτισης ανάμεσα στην κατάσταση και την δράση δεν έχουμε παρά την διαρκή επανάληψη των κλισέ του ίδιου του action σινεμά. Κι αν το action σινεμά χαρακτηρίζεται από μυριάδες κλισέ που γνωρίζουμε απ’ έξω όλοι κι όλες, σε βαθμό που να έχουν αδειάσει από περιεχόμενο και να αποτελούν πλέον κενές χειρονομίες, ο Deleuze θα μας καλούσε να μην υποτιμήσουμε καθόλου το νόημά τους. (Για τον Deleuze, τα κλισέ έχουν μια διπλή μορφή: αφενός αποτελούν αιωρούμενες και ανώνυμες εικόνες που κυκλοφορούν στον εξωτερικό κόσμο χωρίς να ανήκουν σε κανέναν, αλλά επίσης διεισδύουν μέσα μας και συγκροτούν τον εσωτερικό κόσμο, έτσι ώστε κάθε άνθρωπος να κατέχει ψυχικά κλισέ βάσει των οποίων αισθάνεται και σκέφτεται, όντας ο ίδιος ένα κλισέ ανάμεσα στα άλλα μέσα στον κόσμο που τον περιβάλλει.)
Μ’ αυτήν την έννοια, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι πιο αποτελεσματικές ταινίες δράσης που έχουμε δει την τελευταία δεκαετία εντός και εκτός Hollywood όχι απλά αναπαράγουν τα κλισέ του action σινεμά, αλλά η αποτελεσματικότητά τους μοιάζει να εξαρτάται από την ίδια την επανάληψη των κλισέ με δημιουργικό τρόπο (η επανάληψη, άλλωστε, είναι μια μορφή διαφοράς). Οι καλές ταινίες δράσης πλέον δεν αποφεύγουν τα κλισέ, ούτε ακριβώς τα σχολιάζουν με έναν ειρωνικό, meta, αυτοαναφορικό και ψευδοανατρεπτικό τρόπο, αλλά κυρίως τα τελειοποιούν καθιστώντας τα τόσο ορατά που μας καλούν να τα αναγνωρίσουμε. Σε ταινίες σαν το Mad Max: Fury Road και το John Wick franchise, η αναπαραγωγή των κλισέ των ταινιών δράσης είναι τόσο εμφανής αλλά και τόσο αποφασιστικά μη-κυνική που μοιάζει με μια γνωσιακή χαρτογράφηση των ίδιων των κλισέ του είδους που είναι απρόσβλητη από την ανάγκη της εποχής για ειρωνία και “ανατροπή των προσδοκιών” (sic). Στην πραγματικότητα, είναι κλισεδιάρικες ταινίες με τρόπο που αντιστέκεται στο ψευδοχάος πολλών σύγχρονων blockbusters για χάρη μιας απλότητας που έχει κάτι το απελευθερωτικό στον πυρήνα της χωρίς να μεσολαβείται απαραίτητα από την ιδεολογική λειτουργία της σταθεροποίησης και της επανασυμφιλίωσης με τον κόσμο (ίσα ίσα, στο Fury Road βλέπουμε μια επιθυμία ανατροπής και δημιουργίας νέας κατάστασης που πλαισιώνεται με μια φαινομενικά αφελή αλλά στην πραγματικότητα ανακουφιστική ειλικρίνεια). Ακόμα και στο John Wick, όμως, η αναπαραγωγή των κλισέ του action σίνεμα δεν προσδένεται στην χολιγουντιανή αμερικάνικη ιδεολογία με τον παραδοσιακό τρόπο, αφού η ευγενική και wholesome φιγούρα της δολοφονικής μηχανής Keanu Reeves δεν συνδέεται με κάποια κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική ή γεωπολιτική ταυτότητα που ανταποκρίνεται στον πραγματικό κόσμο. Αντιθέτως, το John Wick μοιάζει να αναπαράγει τα action κλισέ στην καθαρή μορφή τους, χωρίς κανέναν ιστορικό ή ηθικό καθορισμό, για χάρη της εικόνας-δράσης και μόνο, καθιστώντας το franchise με τον ιδιαίτερο τρόπο του ένα παράδειγμα σύγχρονο παράδειγμα absolute κινηματογράφου – και το πρόσφατο Chapter 4 που είδαμε την άνοιξη πριμοδότησε ακόμα περισσότερο αυτές τις πλερές της σειράς.
Αν κοιτάξουμε ένα άλλο παράδειγμα καλού σύγχρονου σινεμά δράσης, αυτό του Mission: Impossible από το Ghost Protocol κι έπειτα, κι ειδικά απ’ όταν ανέλαβε το franchise ο Christopher McQuarrie, τότε θα δούμε ότι πρόκειται για ταινίες σαφώς πιο φορτισμένες πολιτικά και ιδεολογικά που αναπαράγουν τα action κλισέ τελειοποιώντας τα, την ίδια στιγμή που προβληματοποιούν το ίδιο το γεγονός της κατάρρευσης μιας κοινής αντίληψης για την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων ως κάτι πάνω στο οποίο μπορεί να επιδράσει αποτελεσματικά ο ήρωας. Ο πιο πρόσφατος τίτλος του franchise, το εξοχότατο Dead Reckoning – Part One, αποτελεί άλλη μια προσθήκη στην χολιγουντιανή τάση ταινιών που προβληματίζονται πάνω στην θέση του αμερικάνικου κράτους, ιδεολογίας και τρόπου ζωής στον σύγχρονο πολυπολικό κόσμο, είτε με κυριολεκτικούς όρους όπως στο Top Gun: Maverick είτε αλληγορικά όπως στο Avatar: The Way of Water (ή και στο Dune). Επιπλέον, το M:I, επιλέγοντας το Α.Ι. ως supervillain της νέας ταινίας του, πατάει πάνω στο σύγχρονο υπαρξιακό άγχος της απειλής της ανθρωπότητας από non-human actors όπως ιοί, πανδημίες, φυσικές καταστροφές και τεχνητή νοημοσύνη. Το action σινεμά της κατασκοπικής περιπέτειας αντλούσε την δύναμή του από το γεγονός ότι αποκάλυπτε έναν κόσμο πίσω από τον κόσμο, μια εξουσία πίσω από την εξουσία και ταυτόχρονα μια υποδομή αναπαραγωγής της εξουσίας. Στο Dead Reckoning, ο Tom Cruise τραβάει την κουρτίνα και ανακαλύπτει ότι από πίσω δεν υπάρχει τίποτα, όλα όσα ήξερε ήταν ψεύτικα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, οι μυστικές υπηρεσίες, οι διεθνείς ισορροπίες ισχύος, συνειδητοποιώντας ότι οι βεβαιότητες του μετα-ψυχροπολεμικού κόσμου δεν είναι πια σε ισχύ. Στην θέση τους, αναδύεται ένας αποκεντρωμένος κι ένας απεδαφικοποιημένος εχθρός χωρίς κίνητρα και agency, ένας αλγόριθμος, μια ασύμμετρη απειλή: η τελευταία λέξη στην εξέλιξη των φαντασιώσεων κινδύνου και καταστροφής στην συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας.
Παρότι η λογική λέει ότι στο Part Two, που θα είναι και η τελευταία ταινία του franchise, ο ήρωας-κατάσκοπος θα αποκαλύψει κάποιου είδους αλήθεια και θα αποκαταστήσει κάποιου είδους τάξη, έχει ενδιαφέρον να μείνουμε στο μετέωρο φινάλε του Part One που με το προσωρινό τέλος του επιβεβαιώνει αυτό που γράφαμε προηγουμένως: όταν έχει διαρραγεί η δυνατότητα για δράση που αλλάζει αποφασιστικά μια κατάσταση, τότε το μόνο που απομένει είναι τα κλισέ της δράσης. Έχω την αίσθηση πως η ροπή των καλύτερων σύγχρονων action blockbusters προς την υπερ-ενεργητική αναπαραγωγή των κλισέ στην πιο τουμπανιασμένη εκδοχή τους έρχεται ως απάντηση σ’ αυτήν την άισθηση ανημποριάς και λειτουργεί ως φαντασιωτική υπερ-αναπλήρωση της αδυναμίας για επίδραση πάνω στον κόσμο. Έτσι, καθόλου τυχαία, οι καλές σύγχρονες ταινίες δράσης, σαν αυτές που αναφέραμε παραπάνω, έχουν κάτι το εκστατικό που έγκειται στην ενορχήστρωση, την χορογραφία, την επανάληψη, την ταχύτητα, την ακρότητα και την διακινδύνευση. Είναι action ταινίες που παίζουν με τα όρια και κάνουν σινεμά στα άκρα, δημιουργώντας ένα κινηματογραφικό ψυχωσικό παραλήρημα ασταμάτητης υπερ-δραστηριότητας στην θέση της αυθεντικής δράσης που μεταμορφώνει τον κόσμο. Ίσως γι’ αυτό είναι και τόσο αποτελεσματικές, άλλωστε. Επειδή μέσα στην απλότητα και την αμεσότητά τους, που είναι μεταμφιεσμένη σε αφέλεια (έως και χαζομάρα), πιάνουν κάτι από την αύρα του πραγματικού: είναι τρελό να ζεις στον κόσμο του σήμερα. Και, όσο κι αν τρέχεις (εσένα κοιτάμε Tom Cruise), δε μπορείς να κάνεις στην πραγματικότητα τίποτα γι’ αυτό. Αυτή είναι, σε τελική ανάλυση, η ιδεολογική λειτουργία του σύγχρονου σινεμά δράσης στον ύστερο καπιταλισμό: αν στον 20ό αιώνα δικαιολογούσε την αυθεντική δράση που μεταμόρφωνε τον κόσμο, σήμερα αντιστοιχεί στην διαρκή ψευδο-δραστηριότητα που δεν καταλαβαίνει τον κόσμο, δεν επιθυμεί τον κόσμο και δε μπορεί να φανταστεί κανέναν άλλο κόσμο.