Στην κοινή κινηματογραφική συνείδηση, την μαζικολαϊκή αλλά και την σινεφίλ, του κοινού αλλά και των δημιουργών, το animation πολύ συχνά θεωρείται φτωχός συγγενής της κινηματογραφικής γλώσσας. Πράγματι, στην άτυπη ιεράρχηση των κινηματογραφικών μορφών έκφρασης, ακόμα κι όταν αυτή γίνεται με τις πιο ευγενείς προθέσεις, υπάρχει μια ασυνείδητη αξιολόγηση των ταινιών κινουμένων σχεδίων όχι απαραίτητα ευθέως ως καλλιτεχνικά κατώτερων, αλλά σα να αντιστοιχούν σε ένα διαφορετικό οντολογικό επίπεδο της κινούμενης εικόνας. Αν ρωτούνταν, οι περισσότεροι άνθρωποι θα απαντούσαν πως “ναι”, το κινηματογραφικό animation είναι τέχνη, αλλά αν προχωρούσαν αυτόν τον συλλογισμό παρακάτω τότε πιθανότατα θα διαπιστώναμε πως δεν θεωρούνται “τόσο” τέχνη όσο οι “κανονικές” ταινίες.
Υπάρχει όντως κάτι το παρα-κινηματογραφικό στον τρόπο που συχνά αντιλαμβανόμαστε το animation, το οποίο πηγάζει κυρίως από το ότι δεν αναπαριστά φωτογραφικά τις ανθρώπινες και μη μορφές, κι άρα η δυνατότητά του να εκφράσει την πραγματικότητα όπως την αντιλαμβανόμαστε είναι μετριασμένη, αλλά και από το ότι έχει ταυτιστεί ιστορικά με μια μορφή παιδικότητας που του στερεί την ανώτερη ενήλικη ποιότητα που θα του επέτρεπε την πρόσβαση στο καλλιτεχνικό κανόνα του σινεμά ως μίας εκ των υψηλών τεχνών (“μα είναι δυνατόν να βλέπεις αυτά τα μικιμάου;”, θα ρώταγε κάποιος ειρωνικά). Αυτά τα στερεότυπα, έστω και ασυνείδητα, έχουν συμβάλει στην υποτίμηση του animated κινηματογράφου ως genre. Βασικά, ακόμα κι η ίδια η κατηγοριοποίησή του ως διακριτό genre αποτελεί τεκμήριο αυτής της υποτιμητικής αντιμετώπισης του animation. Το animation δεν είναι genre όπως η επιστημονική φαντασία, ο τρόμος ή το νουάρ, κι όμως συχνά κατηγοριοποιείται μαζί τους απλά και μόνο επειδή δεν είναι live-action, κατά την ίδιο τρόπο που το ντοκιμαντέρ θεωρείται διακριτό genre απλά και μόνο επειδή δεν συνιστά μυθοπλασία με την παραδοσιακή έννοια.
Πρόκειται για μία φαινομενικά καλοήθη μορφή υποτίμησης, αφού δεν αρνείται ευθέως την εγγενή δυνατότητα του animation για κινηματογραφική ποιότητα, αλλά έχει διαμορφώσει το πώς γίνεται αντιληπτό από την συλλογική μας κινηματογραφική συνείδηση: ως κάτι διαφορετικό από το “κανονικό” σινεμά. Φυσικά, η εκφραστικότητα του animation είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την ανάπτυξη της κινηματογραφικής γλώσσας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ενώ πιο συγκεκριμένα οι τεχνικές καινοτομίες που εισήγαγαν οι animators αποτέλεσαν κινητήριο δύναμη για ένα ολόκληρο οικοσύστημα κινηματογραφικού πειραματισμού. Είτε μιλάμε για την Lotte Reiniger στη Γερμανία, είτε για τον Aleksandr Ptushko στη Σοβιετική Ένωση, είτε φυσικά για τον Walt Disney στις ΗΠΑ, όλοι εκ των οποίων ξεκίνησαν να δημιουργούν την δεκαετία του 1920 θέτοντας τις βάσεις για την εξέλιξη του animated κινηματογράφου, οι δημιουργοί κινουμένων σχεδίων αποτέλεσαν διαχρονικά καλλιτεχνικούς παράγοντες που επέκτειναν το πεδίο των δυνατοτήτων της κινηματογραφικής έκφρασης, της ίδιας κινηματογραφικής φαντασίας. Μέσα από την καινοτομία, τον πειραματισμό και την συνεργατικότητα (πάντα στενά δεμένη με το animation ως κουλτούρα και ως πρακτική άλλωστε), τα κινούμενα σχέδια επανακαθόριζαν το τι είναι κινηματογραφικά εφικτό.
Αν το animation υπήρξε ιστορικά μια δύναμη που διεύρυνε την κινηματογραφική ελευθερία έκφρασης, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χαρακτηρίζεται επίσης από μια τυποποίηση που επέτρεψε στα κινούμενα σχέδια να μετατραπούν σε μια γιγάντια βιομηχανία εργοστασιοποιημένης παραγωγής για μαζική κατανάλωση. Κατά έναν ενδιαφέροντα τρόπο, ο Disney και η εταιρεία του βρέθηκε στην καρδιά και των δύο εξελίξεων του κινηματογραφικού animation ταυτόχρονα. Η μεταφορά μεγάλου μέρους της animated παραγωγής στην τηλεόραση κατά την δεκαετία του ’50 και η άνοδος του computer animation κατά την στροφή της χιλιετίας είναι δύο σταθμοί-κόμβοι που εν μέρει ευθύνονται για τα στερεότυπα που συνδέθηκαν με τα κινούμενα σχέδια και ευθύνονται για την υποτίμησή τους ως κινηματογραφική δημιουργία. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, από την αναγέννηση της Disney στα τέλη του ’80 και την είσοδο της Pixar στο παιχνίδι στα μέσα του ’90, οι δύο εταιρείες (που από το 2006 έγιναν μία, με την πρώτη να αγοράζει την δεύτερη) κυριάρχησαν τόσο πολύ εμπορικά και καλλιτεχνικά στο κινηματογραφικό animation που η αισθητική, η φιλοσοφία, η ηθική και η αφηγηματική ταυτότητά τους σχεδόν ταυτίστηκαν με το ίδιο το πεδίο των κινουμένων σχεδίων, εν πολλοίς απορροφώντας και επισκιάζοντας την ελευθερία έκφρασης για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως.
Αν με ρωτάτε, θα πω ότι αυτή η διαδικασία μεγα-βιομηχανικής τυποποίησης μετρίασε και την δυνατότητα της ίδιας της Disney/Pixar να παράγει καινοτομία σε μαζικο-λαϊκή κλίμακα, με τις περισσότερες ταινίες του στούντιο κατά την τελευταία να δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στα στάνταρ που τέθηκαν κατά τα 90s και 00s. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βγάζουν μόνο κακές ταινίες ή κάτι τέτοιο, η μυθολογία του mainstream χολιγουντιανού animated κινηματογράφου δείχνει να δυσκολεύεται πολύ να παράξει ένα νέο The Beauty and the Beast, ένα νέο The Lion King, ένα νέο Aladdin, ένα νέο Toy Story, ένα νέο Finding Nemo ή ένα νέο WALL-E. Και γι’ αυτό, καθόλου τυχαία, η Disney/Pixar το έχει ρίξει τόσο πολύ είτε στα live-action remakes (που προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε ήδη) είτε στα sequels/prequels τύπου Finding Dory, Incredibles 2 και Lightyear, με την νοσταλγική ανακύκλωση να μοιάζει να στοιχειώνει το πνεύμα καινοτομίας με το οποίο συνδέθηκαν κάποτε τα στούντιο. Παρόλα αυτά, συνεχίζει να παράγεται animated πειραματισμός που πηγαίνει τα κινηματογραφικά κινούμενα σχέδια ένα βήμα παρακάτω, εντός και εκτός της αμερικάνικης χολιγουντιανής βιομηχανίας. Και, εστιάζοντας για αρχή στο “εντός”, ένα παράδειγμα είναι οι πρόσφατες Spider-Verse ταινίες της Sony.
Με το Spider-Man: Into the Spider-Verse του 2018 και το Spider-Man: Across the Spider-Verse που κυκλοφόρησε στα σινεμά πριν λίγες βδομάδες, είδαμε μια απαραίτηση αναζωογόνηση τόσο του mainstream χολιγουντιανού animation όσο και του υπερ-ηρωικού franchise-building, δύο τομείς του μαζικού λαϊκού σινεμά που βρίσκονταν σε μεγάλη ανάγκη ανανέωσης τα τελευταία χρόνια. Η πρώτη ταινία, σκηνοθετημένη από τους Bob Persichetti, Peter Ramsey και Rodney Rothman, όντας βασισμένη σε ένα σενάριο του συνήθους υπόπτου Phil Lord (που μαζί με τον Christopher Miller υπέγραψαν τα Cloudy with a Chance of Meatballs, The Lego Movie και 21 Jump Street), έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία το 2018, όταν όλα τα βλέματα ήταν στραμμένα στην ολοκλήρωση του Infinity Saga στο Marvel Cinematic Universe, θυμίζοντάς μας πόσο ζωντανό και απρόβλεπτο μπορεί να γίνει το υπερηρωικό storytelling σε animated εκδοχή. Η ταινία έσκισε σε ταμεία, κριτικές και βραβεία, φτάνοντας μέχρι το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων, όντας η πρώτη ταινία εκτός Disney/Pixar που κέρδισε το αγαλματίδιο μετά το Rango του 2011.
Ο θρίαμβος επαναλήφθηκε 5 χρόνια μετά, σα να μην πέρασε μια μέρα, με το Across the Spider-Verse που έκανε πρεμιέρα στις αρχές Ιουνίου. Αυτήν την φορά στην σκηνοθεσία βρίσκουμε τους Joaquim Dos Santos, Kemp Powers και Justin K. Thompson, ενώ το σενάριο υπογράφουν οι Phil Lord, Christopher Miller και David Callaham. Είπαμε η υψηλή συνεργατικότητα είναι βασικό συστατικό του animation, όπως και του σινεμά ευρύτερα βέβαια, παρόλο που αυτή η πλευρά του συσκοτίζεται συχνά από την τάση απόδοση της κινηματογραφικής δημιουργίας σε ένα και μοναδικό όνομα, αυτό του σκηνοθέτη, ως αποτέλεσμα της διάχυσης της θεωρίας του auteur στην μαζική κινηματογραφική συνείδηση. Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, η οποία πρόκειται να κλείσει με το Beyond the Spider-Verse, τα πράγματα γίνονται πιο φιλόδοξα αφηγηματικά και οπτικο-ακουστικά και, παρότι χάνοντας το πιο γειωμένο και εδαφικοποιημένο στίγμα της πρώτης ταινίας, το πράγμα συνεχίζει να κινείται σε υψηλά επίπεδα ποιότητας. Για την ακρίβεια, και χωρίς να προχωρήσουμε σε spoilers, θα λέγαμε ότι το Spider-Verse τα καταφέρνει πολύ πιο αποτελεσματικά και ομαλά εκεί που ζορίζεται όχι μόνο το MCU αλλά και το υπερηρωικό σινεμά ευρύτερα: χαρακτήρες που σε κάνουν να νοιάζεσαι, αισθητική γλώσσα που ερεθίζει το μάτι και το αυτί, ρυθμός και υφή που ταιριάζει στο κομιξάδικο source material, αίσθηση εκφραστικής ελευθερίας και απέραντων δυνατοτήτων, πειραματισμός με το concept του multiverse με τρόπους που αυξάνουν την πολυπλοκότητα της αφήγησης χωρίς να προκαλούν κούφιο εντυπωσιαμό με ξερό fan service.
Πέρα όμως από την λειτουργία του ως απάντηση στην κρίση του υπερηρωικού σινεμά, το Across the Spider-Verse στέκεται αυτοτελώς σαν μια κινηματογραφική εμπειρία που προκαλεί αίσθηση wonderment στη μεγάλη οθόνη, ανανεώνοντας την πίστη στο σινεμά ως ένα μαζικολαϊκό θέατρο της επιθυμίας όπου μπορούν να συμβούν πράγματα απίθανα. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι το μεγάλο hype της πρώτης ταινίας στο ίντερνετ οδήγησε την διανομή και τις αίθουσες να μεταχειριστούν το νέο Spider-Verse ως ένα δυνητικό διαμαντάκι στο box office. Παρότι το “παιδικό” σινεμά πάντα ήταν θεμέλιος λίθος του ελληνικού οικοσυστήματος διανομής/αίθουσας, με τις animated ταινίες που απευθύνονται κυρίως σε παιδιά να σώσουν πολλές φορές την παρτίδα του ελληνικού box office, πολύ συχνά διανομείς και αιθουσάρχες δεν εμπιστεύονταν τις animated ταινίες ως επιλογές που απευθύνονται σε ενήλικους θεατές, με αποτέλεσμα ταινίες σαν το Into the Spider-Verse πριν 5 χρόνια να έχουν κυρίως μεταγλωττισμένες και απογευματινές προβολές. Φέτος τα πράγματα άλλαξαν, μετά και από το καμπανάκι που ήχησε με την απρόσμενη επιτυχία πρόσφατων anime τίτλων στην ελληνική κινηματογραφική αγορά, και το Across the Spider-Verse άνοιξε μαζικά σε πολλές αίθουσες με νυχτερινές υποτιτλισμένες προβολές. Το αποτέλεσμα αποδείχτηκε άκρως πετυχημένο, αφού η ταινία έκοψε 34.286 εισιτήρια στην πρώτη βδομάδα του από 160 αίθουσες πανελλαδικά. Σκεφτείτε πως το sequel σχεδόν έκοψε σε μία βδομάδα όσα είχε κόψει η πρώτη ταινία σε όλο της το ελληνικό run (39.733 συνολικά), ενώ σήμερα βρίσκεται στα 78.429, έχοντας πλέον σίγουρη την 100άρα.
Ας ελπίσουμε η επιτυχία του Spider-Verse να αποκαταστήσει λίγη από την πίστη στα κινούμενα σχέδια ως κινηματογραφική επιλογή που αξίζει σοβαρή μεταχείριση από την διανομή και την αίθουσα, κι έτσι να δούμε περισσότερες animated ταινίες στο μέλλον να τα πηγαίνουν καλά στα ελληνικά σινεμά. Στο μεταξύ, επειδή το Spider-Verse μας άνοιξε την όρεξη για περισσότερα μικιμάου (ναι, κάνουμε reclaim τον τίτλο), και μιας και έχουμε ήδη επισημάνε την άνθιση του adult animation στην τηλεόραση, φτιάξαμε μια λίστα με τις 10 καλύτερες animated ταινίες από το 2010 μέχρι σήμερα, δηλαδή την τελευταία δεκαετία και κάτι περισσότερο. Πριν προχωρήσουμε στην λίστα, επιτρέψτε μας μερικά honorable mentions με ταινίες που κόπηκαν στο παρατσάκ, όπως το Apollo 10+1⁄2: A Space Age Childhood του Richard Linklater, το Cryptozoo του Dash Shaw, το Marcel the Shell with Shoes On του Dean Fleischer Camp, το Have a Nice Day του Liu Jian, και το ελληνικό μικρού μήκους Από Το Μπαλκόνι του Άρη Καπλανίδη που έφτασε σε τεράστια επίπεδα απήχησης και αναγνώρισης για ελληνική animated ταινία. Προχωράμε στην λίστα με τα μικιμάου λοιπόν, για όλα τα κακά παιδιά.
10. An Oversimplification of Her Beauty (Terence Nance, 2012)
Στο πειραματικό άκρο της λίστας, συναντούμε ένα αφροφουτουριστικό ημι-animated αυτο-στοχαστικό ρομαντικό δράμα που αναρωτιέται πάνω στην σχέση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το θέμα της δημιουργίας του, επιζητώντας έναν πιο συνεργατικό τρόπο καλλιτεχνικής δουλειάς που δεν βασίζεται πάνω στην άκαμπτη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου. Για περαιτέρω διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα σε σινεμά και ζωγραφική, τσεκάρετε και το Loving Vincent.
9. Belle (Mamoru Hosoda, 2021)
Υπάρχει πληθώρα καλών anime ταινιών τα τελευταία χρόνια, και στην θέση του Belle θα μπορούσε να είναι το The Tale of Princess Kaguya του Isao Takahata ή το Your Name του Makoto Shinkai, αλλά επιλέγω την ταινία του Mamoru Hosoda για τον πολύ ευφάνταστο τρόπο που επανεπεξεργάζεται τον μύθο της Πεντάμορφης και του Τέρατος ενσωματώνοντας δημιουργικά τις προηγούμενες κινηματογραφικές εκδοχές της, από τον Jean Cocteau μέχρι την Disney.
8. My Life as a Courgette (Claude Barras, 2016)
Υπάρχει μια ξεχωριστή μαγεία σε animated ταινίες που απευθύνονται πρωτίστως σε παιδιά αλλά κατέχουν μια ποιότητα καθολικότητας που μετατρέπει την επεξεργασία της ίδιας της παιδικότητας σε σπουδαίο αφηγηματικό και θεματικό εργαλείο. Εδώ φυσικά ξεχωρίζει το σενάριο της Celine Sciamma, η οποία άλλωστε είναι η κατεξοχήν αρμόδια για αυτό το είδος σινεμά της παιδικότητας. Μιλώντας για γαλλικό animation, τσεκάρετε επίσης το I Lost My Body του Jeremy Clapin.
7. Mad God (Phil Tippett, 2021)
Τριάντα χρόνια πήρε στον πρωτομάστορα τον οπτικών εφέ, Phil Tippett, να φτιάξει το stop-motion animated φιλμ που λέγεται Mad God. Το όνομα μπορεί να μην λέει κάτι από μόνο του, αλλά θα χαρείτε να μάθετε πως έχει δουλέψει μεταξύ άλλων στα εφέ της original Star Wars τριλογίας, του RoboCop και του Jurassic Park. Πρόκειται για ένα μικρό έπος πειραματικού τρόμου που χρηματοδοτήθηκε αρχικά μέσω Kickstarter, αναζητήστε το και ετοιμαστείτε για σοκ και δέος.
6. Spider-Man: Into the Spider-Verse (Bob Persichetti, Peter Ramsey & Rodney Rothman, 2018)
Τα είπαμε ήδη παραπάνω για την ταινία, την οποία ξαναλέω ότι προτιμώ σε σχέση με το Across the Spider-Verse για την πιο στοχευμένη του γραφή και αφήγηση σε σύγκριση με το χάος του sequel, αλλά σε κάθε περίπτωση έχουν πετύχει 2/2 οι άνθρωποι.
5. Toy Story 3 (Lee Unkrich, 2010)
Αν με ρωτούσε κάποιος εκεί στα τέλη των 00s αν θα περίμενα το Toy Story franchise να εξελιχθεί σε κάτι τόσο ώριμο και μεστό σχεδόν 20 χρόνια μετά την πρώτη ταινία, μάλλον θα του έλεγα να μην ποντάρει τα λεφτά του σε αυτό το ενδεχόμενο. Το Toy Story 3 είναι κατ’ εμέ η καλύτερη ταινία που έφτιαξε η Pixar στα 10s (ναι, καλύτερο από το Inside Out) και αυτή η παράδοση συνεχίστηκε ωραιότατα και με το 4.
4. Anomalisa (Charlie Kaufman & Duke Johnson, 2015)
Ε, ντάξει, αν υπάρχει ένας άνθρωπος ικανός να ξεκλειδώσει χειμάρρους υπαρξιακής ανασφάλειας και αποσταθεροποίησης μέσα από τα πιο μικρά και φαινομενικά απλά πράγματα, αυτός είναι ο Charlie Kaufman. Για την ιστορία, ο συν-σκηνοθέτης του, Duke Johnson, είναι ο animator που ευθύνεται για θαυματουργό Abed’s Uncontrollable Christmas του Community, και θα τον ευχαριστούμε αιώνια για αυτό.
3. Wolfwalkers (Tomm Moore & Ross Stewart, 2020)
Η Irish Folklore Trilogy του Tomm Moore είναι ένα μνημείο στα πράγματα που μπορεί να καταφέρει το ανεξάρτητο σινεμά αν είναι οπλισμένο με σιγουριά, φαντασία και καινοτομία, είτε είναι animated είτε όχι. To εξαιρετικό Wolfwalkers ακολούθησε πανηγυρικά τα ήδη υπέροχα The Secres of Kells και Song of the Sea, και είναι μεγάλη αμαρτία που αυτή η τριλογία δεν έχει ούτε ένα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων παρά τις τρεις υποψηφιότητές της.
2. It’s Such A Beautiful Day (Don Hertzfeldt, 2012)
Ουφ. Απλά δείτε το. ΟΥΦ.
1. The Wolf House (Cristóbal León & Joaquín Cociña, 2018)
Μήπως είδατε το Beau Is Afraid του Ari Aster φέτος; Αν ναι, θυμάστε αυτήν την απίστευτη animated σεκάνς στη μέση της ταινίας; Φυσικά και την θυμάστε, γιατί εδώ που τα λέμε ήταν με διαφορά το πιο αξιομνημόνευτο πράγμα του φιλμ. Ε, οι δημιουργοί αυτής της μεγάλης σκηνής ήταν οι Χιλιανοί Cristóbal León και Joaquín Cociña, τους οποίους διάλεξε ο Aster λόγω της συγκλονιστικής δουλειάς που είχαν κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα στο The Wolf House. Η ταινία είναι ένα animated αριστούργημα σκοτεινά παραμυθένιου σουρεαλιστικού τρόμου, στην φλέβα των σπουδαίων αδερφών Quay και Jan Svankmajer, το οποίο εμπνέεται από την πραγματική αποικία Colonia Dignidad στη Χιλή που ίδρυσαν Γερμανοί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έγινε γνωστή τη δεκαετία του ’70 ως τόπος βασανιστηρίων και εκτελέσεων διαφωνούντων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Pinochet. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν συχνά στο σύγχρονο σινεμά, κι όταν συμβαίνουν είναι ένα μικρό θαύμα.