Το ξέραμε ότι αυτό θα ήταν το πρώτο θέμα που θα μας απασχολούσε στο Φεστιβάλ Βενετίας φέτος. Λογικό δεν είναι, όταν η 80η Biennale, το δεύτερο μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του πλανήτη μετά τις Κάννες, διεξάγεται εν μέσω μιας μεγάλης απεργίας σεναριογράφων και ηθοποιών του Hollywood; Μιλάμε φυσικά για την απεργία που ξεκίνησε το Writers’ Guild of America και στην οποία προσχώρησε το Screen Actors’ Guild τον Ιούλιο, κι η οποία έχει διαταράξει την ομαλότητα της κινηματογραφικής βιομηχανίας στην ΗΠΑ δημιουργώντας ένα ντόμινο επιδράσεων στο παγκόσμιο -μοιραία- χολιγουντοκεντρικό σύστημα της μαζικής οπτικής κουλτούρας και ψυχαγωγίας. Για την ιστορία, είναι η πρώτη φορά που απεργούν δύο μεγάλα σωματεία του Hollywood μαζί εδώ και 63 χρόνια κι η απεργία έχει παραλύσει την κινηματογραφική και τηλεοπτική βιομηχανία, καθώς τα σημεία τριβής με τα στούντιο και τις πλατφόρμες αφορούν μεταξύ άλλων τα ζητήματα των αμοιβών, του ελέγχου πάνω στην καλλιτεχνική διαδικασία και την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης.
Τα άμεσα αποτελέσματα της απεργίας, και τα οποία αποτελούν μοχλό πίεσης στα χέρια των δύο σωματείων φυσικά, αφορούν σε πρώτο επίπεδο τις καθυστερήσεις σε επίπεδο παραγωγής και τις αναβολές σε επίπεδο διανομής. Τα σετ κλείνουν και οι πρεμιέρες αναβάλλονται, ενώ προς το παρόν έχουν φάει άκυρο τα βραβεία Emmy του φθινοπώρου και κανείς δεν είναι σίγουρος τι ακριβώς θα γίνει με την οσκαρική περίοδο και τα βραβεία του 2024, καθώς δεν φαίνεται φως στον ορίζοντα των διαπραγματεύσεων, αφού η Alliance of Motion Picture and Television Producers που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των στούντιο και των πλατφορμών είναι ανένδοτη μέχρι στιγμής. Έτσι, το Φεστιβάλ Βενετίας του 2023 έχει την “ατυχία” είναι η πρώτη μείζονα κινηματογραφική διοργάνωση που αναγκάζεται να αναμετρηθεί σε πραγματικό χρόνο με τις συνέπειες της απεργίας. Και κυρίως, φυσικά, την ματαίωση παγκόσμιων πρεμιερών και την απουσία μεγάλων stars – σα να λέμε όχι απλώς το ψωμοτύρι των φεστιβάλ, αλλά και η κότα με τα χρυσά αυγά.
Μέχρι και πριν λίγες βδομάδες λοιπόν, στα τέλη Ιουλίου που ανακοινώθηκε το πρόγραμμα της 80ης Biennale, ήταν ακόμα αβέβαιο τι και ποιους θα δούμε στην Βενετία. Για την ακρίβεια, υπήρχε η αίσθηση πως οι περισσότερες χολιγουντιανές πρεμιέρες (μια σταθερά της Biennale τα τελευταία χρόνια άλλωστε) θα φάνε άκυρο και το φεστιβάλ θα ήταν μια πρωτίστως ιταλική και ευρωπαϊκή (άντε και ασιατική) υπόθεση αυτήν την χρονιά. Εν πολλοίς, το κλίμα προς αυτήν την κατεύθυνση είχε δημιουργηθεί από την ακύρωση της ταινίας έναρξης του φεστιβάλ, του Challengers του Luca Guadagnino, που είχε ήδη μαθευτεί ότι δεν θα ανοίξει τελικά την Biennale και στην θέση του θα παιχτεί το Comandante του Edoardo de Angelis, μια ιστορική ταινία για το ιταλικό ναυτικό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή μια καθαρά “εθνική” κινηματογραφική επιλογή. Παρόλα αυτά, το μεγαλύτερο μέρος των αμερικάνικων ταινιών που αναμένονταν στην Βενετία (αν όχι όλες), ανακοινώθηκαν εν τέλει κανονικότατα: και David Fincher και Michael Mann και Bradley Cooper και Sofia Coppola και Richard Linklater και Ava DuVernay και απ’ όλα.
Βέβαια, η απόσυρση του Challengers ήταν αποκαλυπτική της κατάστασης για έναν βασικό λόγο: γιατί η MGM (ιδιοκτησίας Amazon πλέον εδώ και ένα χρόνο) έκρινε πως δεν έχει νόημα να στείλει την ταινία στην Βενετία αν από εκεί λείπει η Zendaya – και, κυρίως, αν λείπουν οι 183 εκ. followers της στο Instagram που θα μάθαιναν για το Challengers από τα stories και τα posts της. Μ’ αυτήν την έννοια, τόσο το φεστιβάλ όσο και τα στούντιο αναγκάστηκαν να πάρουν την απόφαση: κάνουμε πρεμιέρες χωρίς stars ή όχι; Απ’ ό,τι φαίνεται, η απόφαση ήταν θετική, και έτσι έχουμε ένα υπερ-λαμπερό κινηματογραφικό φεστιβάλ χωρίς την λάμψη των celebrities. Κάπως περίεργο, σίγουρα, γιατί μιλάμε για μια βιομηχανία κι ένα οικοσύστημα που θρέφεται από των θέαμα των μεγάλων πρωταγωνιστών, τα φλας των φωτογράφων, το κυνηγητό των δημοσιογράφων, το γκλάμουρ του κόκκινου χαλιού και τον πανικό των social media. Από την άλλη, γράφοντας αυτές τις γραμμές προς το τέλος της δεύτερης μέρας της Biennale, είναι κι ένα φεστιβάλ πιο “αυθεντικά” (σε αρκετά εισαγωγικά) κινηματογραφικό, αφού η εξω-κινηματογραφική (ή παρα-κινηματογραφική) πλευρά του star system είναι σε μεγάλο βαθμό απούσα – ή έστω σημαντικά τραυματισμένη.
Φυσικά, η κουλτούρα των stars και η λατρεία των celebrities είναι ένα κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο που ακολουθεί το Hollywood εδώ και έναν αιώνα περίπου, από την πρώτη περίοδο ωριμότητάς του ως καλλιτεχνική γλώσσα και ως καπιταλιστική βιομηχανία. Μπορεί τυπικά να αποτελεί ένα φαινόμενο εξω-κινηματογραφικό, αλλά η ανάπτυξη του (αμερικάνικου) σινεμά ως κατεξοχήν μορφής της μαζικής κουλτούρας βασίστηκε εν πολλοίς πάνω στην διαλεκτική ανάμεσα στην χολιγουντιανή παραγωγή και την δημιουργία μιας κουλτούρας λατρείας των κινηματογραφικών πρωταγωνιστών σε πλανητική κλίμακα. Το μουστάκι του Douglas Fairbanks και η κουπ της Marilyn Monroe για παράδειγμα είναι σαφώς δύο κινηματογραφικές εικόνες, αλλά είναι και δύο υπερ-αντικείμενα της μαζικής κουλτούρας που ξεπερνούν τους χωρικούς και χρονικούς περιορισμού του ίδιου το σινεμά ως μέσου και ως εμπειρίας. Οι χολιγουντιανοί stars τέτοιου μεγέθους ήταν μυθικές προσωπικότητες, τοτεμικές και ταυτόχρονα ημι-θεϊκές στα μάτια του πλήθους. Οι stars αναδείχθηκαν σε εικονικές μορφές διοχέτευσης και καναλιζαρίσματος της κοινωνικής επιθυμίας σε έναν βαθμό άνευ προηγουμένου στην ανθρώπινη ιστορία – και γύρω τους χτίστηκε ένας ολόκληρος πολιτισμός του θεάματος με κέντρο το Hollywood: το star system.
Καθώς τα ίδια τα μέσα και η κουλτούρα των media άλλαζαν στα τέλη του 20ού αιώνα και τις αρχές του 21ου, οι μυθικοί stars έρχονταν όλο και πιο κοντά στην γη. Γίνονταν πλέον πιο προσβάσιμοι, πιο άμεσοι, πιο προσιτοί: με την διαφήμιση, με την τηλεόραση και τελικά με τα social media. Η επίδραση που ασκούσαν οι stars της κλασικής εποχής στην μαζική κουλτούρα κινούταν σε έναν δικό της γεωλογικό χρόνο, καθώς προκαλούσε αργές τεκτονικές αλλαγές και σταδιακά άλλαζε τον τρόπο που οι δυτικές (και όχι μόνο) κοινωνίες αντιλαμβάνονταν την ίδια την δημοσιότητα ως φαινόμενο. Τώρα πια, η επίδραση των stars στην pop κουλτούρα κινείται με τον ιλιγγιώδη ρυθμό ενός Instagram story κι ενός TikTok video, αφού κινείται στον επιταχυνόμενο χρόνο της ψηφιακής οικονομίας της προσοχής: όλα παίζονται στο δευτερόλεπτο, αφού η επικαιρότητα τρέχει πλέον με ζαλιστική ταχύτητα και το χρονικό παράθυρο μέσα στο οποίο κάτι είναι relevant γίνεται όλο και πιο μικροσκοπικό. Σε αυτό το πολιτισμικό και μιντιακό περιβάλλον, δεν είναι απλώς ότι ο star είναι το ισχυρότερο χαρτί μιας ταινίας. Είναι ότι τα social media του star κι η αλληλεπίδραση με το following (κάτι από το οποίο έπειτα τροφοδοτούνται τα old media) του μπορούν να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο στην προώθηση της ταινίας απ’ ό,τι όλο το παραδοσιακό κύκλωμα κινηματογραφικού marketing μαζεμένο (δείτε trailers και αφίσες εσείς). Και γι’ αυτό φυσικά το εμπάργκο του κύκλου προώθησης των ταινιών έχει υπάρξει κόκκινη γραμμή και σημαντικός μοχλός πίεσης για το σωματείο των ηθοποιών στην τρέχουσα απεργία.
Πριν δυο χρόνια στην Βενετία συζητούσαμε ξανά για την νέα κουλτούρα των Gen Z χολιγουντιανών stars, και πάλι μιλούσαμε για την Zendaya (με αφορμή τότε το Dune). Ας θυμηθούμε ότι η Zendaya τότε αποτέλεσε το μεγαλύτερο μιντιακό event της Biennale συμμετέχοντας ελάχιστα στην ταινία, σχεδόν καθόλου, αλλά αυτό ελάχιστη σημασία έχει στ’ αλήθεια. Είπαμε: μιλάμε για ένα φαινόμενο ταυτόχρονα κινηματογραφικό και παρα-κινηματογραφικό. Φέτος, η Zendaya έμελλε να παίξει έναν αντίστοιχο ρόλο για το φεστιβάλ, παρουσιάζοντας με την αθλητική δραμεντί του Guadagnino την πρώτη της απολύτως πρωταγωνιστική παρουσία σε αληθινά μεγάλη χολιγουντιανή ταινία (συγκρίνοντας πάντα με το δεύτερο βιολί που παίζει σε Tom Holland και Timothee Chalamet σε Spider-Man και Dune αντίστοιχα). Η πρεμιέρα της ταινίας ακυρώθηκε λόγω της απεργίας των ηθοποιών, αλλά χωρίς η Zendaya να έχει τοποθετηθεί στα social media της για το θέμα (η αλήθεια είναι πως οι 183 εκ. followers θα ήταν χρήσιμο να ενημερωθούν για την απεργία). Αντίστοιχα, οι ταινίες που κάνουν πρεμιέρα φέτος σε Βενετία πλήττονται με όρους marketing καθώς δεν είναι εδώ οι stars τους για να τις προωθήσουν: ούτε ο Bradley Cooper για το Maestro, ούτε ο Michael Fassbender για το The Killer, ούτε η Emma Stone για το Poor Things, ούτε ο Benedict Cumberbatch για το The Wonderful Story of Henry Sugar, μεταξύ πολλών άλλων. Κι εντωμεταξύ, το κλίμα στην Biennale δείχνει σε γενικές γραμμές υποστηρικτικό προς την απεργία. Ενδεικτικά, ας αναφέρουμε ότι η κριτική επιτροπή εμφανίστηκε με t-shirts υπέρ του Writers’ Guild of America, ενώ χτες στην πρώτη ταινία Netflix που έπαιξε στο φεστιβάλ υπήρξαν φωνές που έλεγαν “Pay the writers!” μόλις εμφανίστηκε το logo της πλατφόρμας.
Σημαίνει όμως αυτό πως απουσιάζουν οι πάντες και το φεστιβάλ είναι μια χαρούμενη σοσιαλιστική απεργιακή ουτοπία; Όχι ακριβώς. Τα πράγματα σχεδόν πάντα είναι πιο σύνθετα από αυτό. Υπάρχουν ουκ ολίγα μέλη του Screen Actors’ Guild που έχουν έρθει κανονικότατα στη Βενετία, και μάλιστα με τις ευλογίες του σωματείου. Το παραθυράκι που έχει αφήσει το SAG, σε διαπραγμάτευση και υποχώρηση πιθανότατα προς τα στούντιο και το φεστιβάλ ώστε να διασωθεί μια επίφαση έστω κανονικότητας, ήταν ότι θα επιτρέψει στα μέλη του να προωθήσουν ταινίες που αποτελούν “ανεξάρτητες” παραγωγές εκτός του AMPTP που εκπροσωπεί τα μεγάλα στούντιο και πλατφόρμες. Έτσι, για παράδειγμα, στην Βενετία βρίσκεται ο Adam Driver για το Ferrari. Φυσικά, αν έχεις έστω και στοιχειώδη γνώση για την κινηματογραφική βιομηχανία και το σύστημα των στούντιο, καταλαβαίνεις ότι αυτό που λέμε “ανεξάρτητο” σινεμά απλά δεν υφίσταται σε αυτήν την κλίμακα. Το Ferrari, ας πούμε, έχει ως βασική εταιρεία παραγωγής την STXfilms, η οποία τυπικά είναι “ανεξάρτητη” αφού δεν ανήκει σε κάποιο από τα γνωστά μεγάλα χολιγουντιανά στούντιο. Βέβαια, μιλάμε για θυγατρική της The Najafi Companies που ανήκει Ιρανο-Αμερικάνο δισεκατομμυριούχο Jahm Najafi, αντιπρόεδρο επίσης των Phoenix Suns και της McLaren Racing. Κλασική περίπτωση ανεξάρτητου σινεμά, θα έλεγε κανείς. Το promotional waiver από το SAG, για την ιστορία, το εγγυήθηκε η μη-AMPTP εταιρεία διανομής Neon που έχει τα δικαιώματα της ταινίας στην Αμερική. Βέβαια, σε πολλές χώρες εκτός ΗΠΑ τα δικαιώματα τα έχει η Amazon (από τους πιο ισχυρούς παίκτες στο AMPTP), άρα το πράγμα μοιραία περιπλέκεται περισσότερο.
Παρόμοια waivers δόθηκαν στους πρωταγωνιστές του Priscilla της Sofia Coppola, μια ταινίας παραγωγής της A24, δηλαδή του κατεξοχήν στούντιο που αναπαράγει σήμερα τον μύθο του “ανεξάρτητου σινεμά” (ένα κόλπο προώθησης και marketing εδώ και πολλά χρόνια, με πρώτους διδάξαντες την Miramax και την New Line Cinema) παρότι πρόκειται για εταιρεία αξίας 2,5 δις δολαρίων, φτιάχνει ταινίες με budget έως 100 εκ. δολάρια και συνεργάζεται με μεγάλα στούντιο και πλατφόρμες σαν το Netflix, το Apple TV και το HBO Max. Αντίστοιχα, από το απεργιακό εμπάργκο του SAG έχουν εξαιρεθεί χολιγουντιανοί ηθοποιοί που προωθούν μη-αμερικάνικες παραγωγές, όπως η Jessica Chastain το Memory, o Mads Mikkelsen το The Promised Land και ο Caleb Landry Jones το Dogman. Παρατηρείται επίσης ότι πολλά στούντιο και πλατφόρμες στέλνουν “τεχνικούς” συντελεστές των ταινιών για πιο low-key προώθηση, όπως διευθυντές φωτογραφίες και συνθέτες μουσικής για παράδειγμα (βλ. Erik Messerschmidt και Trent Reznor/Atticus Ross για το The Killer). Και βέβαια, οι περισσότεροι σκηνοθέτες εμφανίζονται κανονικά να προωθήσουν τις ταινίες, με φωτεινή εξαίρεση τον Bradley Cooper, ο οποίος θα μπορούσε να έχει αξιοποιήσει το παραθυράκι ως σκηνοθέτης/πρωταγωνιστής του Maestro αλλά επέλεξε να παραμείνει πιστός στην απεργία. (Υπάρχουν φυσικά και stars που έρχονται στη Βενετία μέσω Λαμίας, όπως πχ αυτοί που έχουν συμφωνίες με fashion και άλλα brands ως ambassadors, αλλά αλλουνού παππά ευαγγέλιο.)
Ήδη με όλα αυτά ανοίγουν μια σειρά ζητημάτων βέβαια, σχετικά με το αν μπορούν να διαχωριστούν και αυτονομηθούν οι λειτουργίες του ηθοποιού ή του σκηνοθέτη από την συνολική διαδικασία παραγωγής του κινηματογραφικού έργου, μιας βαθιά συνεργατικής διαδικασίας (όχι επειδή είναι μια ουτοπία δημιουργικότητας, αλλά επειδή σε μεγάλο βαθμό η χολιγουντιανή παραγωγή αναπτύχθηκε σε παραλληλία με την εργοστασιακή παραγωγή εξειδικευμένων καθηκόντων που απλώνεται σε αλληλένδετα στάδια). Ιστορικά, όμως, αυτή η αυτονόμηση έχει υπάρξει κι έχει πάρει διάφορες μορφές. Μια τέτοια μορφή είναι η θεωρία του auteur όσον αφορά τον σκηνοθέτη κι η κουλτούρα του star όσον αφορά τον ηθοποιό. Σε κάθε περίπτωση, η απεργία του Hollywood αναδεικνύει με νέο τρόπο αυτά τα ζητήματα, και θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αν η ίδια η καλλιτεχνική δημιουργία θα αρπάξει την ευκαιρία να αναδείξει αυτές τις αντιθέσεις και να τις ενσωματώσει μέσα στην κινηματογραφική γλώσσα. Αν ο αντιφατικός και πολύπλοκος ριζοσπαστισμός που έφερε στην επιφάνεια η απεργία, δηλαδή, θα καταφέρει να εκφραστεί καλλιτεχνικά ώστε αναζωογονήσει την ίδια την κινηματογραφική έκφραση, απομακρύνοντάς την από την κουλτούρα του θεάματος και του star system και φέρνοντάς την πιο κοντά στην απελευθέρωση του δημιουργού και του θεατή. Όχι το πιο σίγουρο άλογο να βάλεις τα λεφτά σου, αλλά αν μη τι άλλο ανοίγεται ένα νέο πεδίο δυνατοτήτων.
Προς το παρόν, βρισκόμαστε σε ένα πολύ ενδιαφέρον φεστιβάλ που διεκδικεί την πρωτοτυπία να μπορεί να χαρακτηριστικό ταυτόχρονα απεργιακό και απεργοσπαστικό. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν συχνά.