Βρισκόμαστε πολύ κοντά στο φινάλε του φετινού Φεστιβάλ Βενετίας, αφού σήμερα το βράδυ απονέμονται τα βραβεία και τα περισσότερα βλέμματα είναι στραμένα στο Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου, το οποίο μοιάζει να κατέχει περισσότερο από κάθε άλλη ταινία του διαγωνιστικού προγράμματος τον τίτλο του “φαβορί”. Βέβαια, εγώ τώρα που σας γράφω κάθε άλλο παρά “πολύ κοντά” είμαι στη Μπιενάλε, αφού η επιτόπια ανταπόκρισή μας ολοκληρώθηκε και πλέον την παρακολουθούμε από απόσταση. Υπάρχουν όμως κάποια χρωστούμενα από την πλευρά, κι αυτό ακριβώς θα κάνουμε και με το παρόν κείμενο. Γενικά μιλώντας, στις φεστιβαλικές ανταποκρίσεις αποφεύγω να γράφω αναλυτικές κριτικές για τις μεμονωμένες ταινίες που προβάλλονται. Ο λόγος είναι ότι, κατ’ εμέ, αυτό έχει νόημα να συμβεί όταν οι ταινίες θα γίνουν διαθέσιμες στο κοινό μέσα από τη διανομή τους, κι άρα θα μπορούν να γίνουν αντικείμενο μια δημόσιας συλλογικής συζήτησης. Μεταφέρουμε προφανώς πρώτες εντυπώσεις και κάποια πρώιμα συμπεράσματα, αλλά η έμφαση των ανταποκρίσεων είναι σε κάτι άλλο, κάτι που προσιδιάζει στην μοναδικότητα της φεστιβαλικής εμπειρίας, πόσο μάλλον σε τέτοια κλίμακα όπως της Βενετίας: το να βλέπεις και να εξετάζεις πού πηγαίνει το πράγμα, προς τα πού κινείται το σινεμά, πώς διαμορφώνονται οι τάσεις της κινηματογραφικής δημιουργίας και βιομηχανίας, ποια είναι -σε τελική ανάλυση- η κινηματογραφική κατάσταση των πραγμάτων όπως αποτυπώνεται στιγμιαία σε έναν πυκνό χωροχρόνο που χωνεύει και μεταβολίζει την σινε-σοδειά του έτους στο (υποτιθέμενα) υψηλότερο καλλιτεχνικό επίπεδο.
Αυτόν τον στόχο είχαν οι ανταποκρίσεις μας για την απεργία των ηθοποιών, την παρουσία του Netflix, τον σύγχρονο πειραματισμό και το cancel culture. Υπάρχουν λοιπόν δύο ακόμα τάσεις που μου τράβηξαν την προσοχή στο φετινό φεστιβάλ. Η πρώτη αφορά την παρουσία τριών (!) ταινιών που οικοδομούνται πάνω στην ιδέα του εσωτερικού μονολόγου ενός επαγγελματία δολοφόνου και το αυτο-στοχαστικό παιχνίδι με το genre του αντι-ηρωικού crime-thriller. Ήταν κάτι που το είδαμε σε ταινίες τόσο διαφορετικές όσο το The Killer του David Fincher, το Aggro Dr1ft του Harmony Korine και το Hit Man του Richard Linklater. Η δεύτρη τάση, πολύ πιο κραυγαλέα και ελάχιστα διακριτική ως νήμα που διέτρεξε την φετινή Μπιενάλε, ήταν η κυριαρχία των βιογραφικών ταινιών. Ας τα πιάσουμε με την σειρά. Όσον αφορά το βαρύ χολιγουντιανό πυροβολικό, οι μεγαλύτεροι τίτλοι ήταν το Ferrari του Michael Mann, το Maestro του Bradley Cooper και το Priscilla της Sofia Coppola, τα οποία αφηγούνται με αρκετά συμβατικό biopic τρόπο τις ιστορίες των Enzo Ferrari, Leonard Bernstein και Priscilla Presley αντίστοιχα. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε το El Conde του Pablo Larrain για τον Augusto Pinochet, το Origin της Ava DuVernay για την Isabel Wilkerson και το Comandante του Edoardo De Angelis για τον Salvatore Todaro, τότε θα δούμε ότι 6 από τις 23 ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος ήταν βιογραφικές, στην πλειοψηφία τους για σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα. Από αυτά εξαιρούμε βεβαίως τα βιογραφικά ντοκιμαντέρ που δεν έλειψαν από το φεστιβάλ, αλλά και το αντι-βιογραφικό πείραμα του Daaaali! του Quentin Dupieux που είναι μια ιδιαίτερη (και θεόμουρλη) περίπτωση.
Αυτό που με απασχολεί κυρίως εδώ, πέρα από την ποσότητα των βιογραφικών ταινιών, είναι το πόσο επίμονο παραμένει κινηματογραφικά το κλασικό και πολυκαιρισμένο μοτίβο του κυριλέ prestigious χολιγουντιανού biopic. Μιλάμε φυσικά για την υπερβολικά παραδοσιακή συνταγή προσέγγισης της ζωής και του έργου των βιογραφούμενων προσώπων που έχουμε δει αμέτρητες φορές στο αμερικάνικο σινεμά, τις περισσότερες φορές με παρόμοιο (έως και πανομοιότυπο) τρόπο. Το Hollywood έχει τελειοποιήσει με τον πιο τυποποιημένο τρόπο την συγκεκριμένη συνταγή, αφού δεν σταματάει να το στέλνει ταμείο άλλωστε, μιας και ελάχιστες άλλες κινηματογραφικές συνταγές έχουν αποδειχτεί ιστορικά πιο αποτελεσματικές για εγγυημένα crowd-pleasing και Oscar-baiting αποτελέσματα. Ως πότε όμως θα βλέπουμε ξανά και ξανά το ίδιο χολιγουντιανό biopic; Έχει σκοπό να σταματήσει κάπου το σύστημα των στούντιο και των πλατφορμών ή δεν θα ησυχάσει μέχρι να βιογραφήσει τους πάντες; Η απάντηση της Βενετίας είναι έμμεση αλλά και αποκαλυπτική. Δεδομένου ότι το φεστιβάλ προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να προσελκύσει όλο και μεγαλύτερο μέρος της πρωτοκλασάτης χολιγουντιανής παραγωγής και να παίξει ρόλο φεστιβαλικού ρυθμιστή της awards season που οδηγεί στα Όσκαρ, είναι λογικό να ποντάρει χοντρά σε prestigious biopics όσον αφορά το πρόγραμμά της, ειδικά αν αυτά περιλαμβάνουν και μεγάλους stars όπως ο Adam Driver και ο Bradley Cooper. Αποτελεί ένα ερώτημα βέβαια κατά πόσο οι συγκεκριμένες επιλογές έχουν να προσφέρουν κάτι καινούριο στο genre και κάτι ουσιαστικό στο φεστιβάλ. Πριν λίγες μέρες το Notebook του MUBI καταπιάστηκε με πλήρη και αναλυτικό τρόπο με το ίδιο ερώτημα, και στο μεγαλύτερό μέρος του συμφωνώ με το γενικό πόρισμα.
Πιάνοντας συνοπτικά τους τρεις μεγαλύτερους και κλασικότερους biopic τίτλους της φετινής Μπιενάλε, θα λέγαμε ότι όχι, μάλλον δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο να προσφέρουν. Η πρώτη απογοήτευση ήρθε από τον Michael Mann, έναν σκηνοθέτη που υπερ-αγαπώ, και περίμενα πως θα κάνει κάτι ενδιαφέρον με το Ferrari και τον Driver. Παρότι η ταινία σίγουρα δεν είναι κακή, κι έχει τις στιγμές της (ειδικά όταν ο σκηνοθέτης εστιάζει στις μηχανές και την ταχύτητα), συνολικά είναι ένα εντελώς by-the-book biopic που αποφεύγει τις προκλήσεις μιας τέτοιας βιογραφίας από ιστορικο-πολιτική σκοπιά (κάτι που θα ήταν σαφώς πιο ουσιαστικό) και συμπληρώνει την γεγονοτολογική αφήγηση της δημόσιας ζωής του Ferrari με ένα κοινότοπο οικογενειακό δράμα ιδιωτικών στιγμών. Αν το Ferrari στήνει ένα καλοφτιαγμένο αλλά ψευδο-σύνθετο πορτραίτο ενός Μεγάλου Άνδρα™ , τότε το Priscilla ακολουθεί τον αντίθετο δρόμο επιχειρώντας μια καθόλου ασυνήθιστη αντιστροφή: ακολουθεί την Αόρατη Γυναίκα™ που αναγκάστηκε να ζει στην σκιά του Μεγάλου Άνδρα™ . Παρόλα αυτά, η ταινία της Coppola αποδεικνύεται τόσο συμβατικά by-the-book στην απόδοση της ιστορίας που χάνεται μέσα στην στυλιστική ρομαντικοποίηση και την αναπαράσταση της ατμόσφαιρας των μυθολογικοποιημένων αμερικάνικων late 50s-early 60s “αποκαθηλώνοντας” το είδωλο του Elvis αλλά χωρίς να μας προσφέρει καμία ουσιαστική ματιά στην οπτική και την ψυχολογία της Priscilla. Αυτό που είναι πιο ξεδιάντροπα by-the-book ως biopic βέβαια είναι το Maestro, το οποίο μοιάζει απλά σα να διαβάζεις το Wikipedia λήμμα του Bernstein φτιάχνοντας ταυτόχρονα μια Α.Ι. προσωμείωση κάθε ιστορικής περιόδου που διασχίζει η αφήγηση, αδυνατώντας εντυπωσιακά να εισχωρήσει έστω και λίγο στην δημιουργική διαδικασία ενός τόσο εμβληματικού καλλιτέχνη.
Οκ, ίσως πρέπει να παραδεχτώ, έστω και ετεροχρονισμένα, πως γενικά εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων *δεν* μου αρέσουν τα χολιγουντιανά biopics. Για την ακρίβεια, αφού τα λέμε όλα, είναι ένα τα πιο απάλευτα κατ’ εμέ κινηματογραφικά genres μαζί με τα rom-coms και τα high fantasy (εκτός εξαιρέσεων, και πάλι). Οι λόγοι που με απωθεί το είδος είναι απλοί και συγκεκριμένοι. Πρώτον, βαριέμαι πολύ την γραμμική, γεγονοτολογική και “εγκυκλοπαιδική” αφήγηση που έχουν συνήθως αυτές οι ταινίες. Δεύτερον, δεν με πείθει σχεδόν ποτέ ο τρόπος που προσεγγίζουν τις “αντιφάσεις” και τις “γκρίζες ζώνες” των βιογραφούμενων, αφού συνήθως καταλήγουν σε μια ντεμεκ αντι-ηρωική ψευδο-πολυπλοκότητα που δεν επεξεργάζεται πως εις βάθος και με ειλικρίνεια τα δύσκολα ζητήματα. Τρίτον, αντανακλούν την έλλειψη πρωτοτυπίας που χαρακτηρίζει τις τελευταίες δεκαετίες το Hollywood, μια περίοδος κατά την οποία το είδος ανθίζει ως “κυριλέ” συμπλήρωμα της τάσης για adaptations, franchises, cinematic universes κλπ. Τέταρτον, αποτελούν τεκμήριο της κουλτούρας λατρείας και μυθοποίησης των διάσημων ιστορικών προσώπων (και πάνω απ’ όλα των stars), η οποία οδηγεί την βιομηχανία του θεάματος σε έναν ιδιότυπο λατρευτικό κανιβαλισμό που δεν σταματάει καταπίνει ζωές και να χέζει βιογραφίες. Και πέμπτον, συνοψίζουν κατ’ εμέ δύο από τις χειρότερες (και αλληλοσυμπληρωματικές) ποιότητες της μαζικής κουλτούρας: την ηδονοβλεψία του πλήθους και το αυτο-πίπωμα του θέαματος. Όχι πως όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ισχύουν απόλυτα και ισόποσα για τα biopics που είδαμε την Βενετία, αλλά πρόκειται για στοιχεία του κινηματογραφικού dna του είδους, όπως έχει εξελιχθεί ιστορικά στο Hollywood, τα οποία επιβιώνουν στον έναν ή τον άλλο βαθμό αφήνοντας το ίχνος τους στα περισσότερα κλασικά biopics.
Καθώς ο ύστερος καπιταλισμός του 21ου αιώνα δεν φτιάχνει πια αγάλματα και ανδριάντες στις πλατείες, έχει επινοήσει διαφορετικούς τρόπους για να τιμήσει τα ιστορικά πρόσωπα που επιλέγει. Μ’ αυτήν την έννοια, οι χολιγουντιανές βιογραφίες είναι τα κατεξοχήν σύγχρονα μνημεία του καπιταλιστικού πολιτισμού. Έχει ενδιαφέρον βέβαια το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια τα biopics προσπαθούν να γίνονται πιο “σφαιρικά” ως προς την αντιμετώπιση των “προβληματικών” πτυχών των ιστορικών προσωπικοτήτων που αναπαριστούν, ως προσπάθεια να εναρμονιστούν (τις περισσότερες φορές απλοϊκά ή υποκριτικά) με το πολιτικό-πολιτιστικό πνεύμα αναθεώρησης και επανεξέτασης ιστορικών βεβαιοτήτων που περιελάμβαναν ή απέκρυπταν πλευρές αμφιλεγόμενες και κατακριτέες. Βέβαια, καθώς στην πλειοψηφία τους αυτά τα biopics παραμένουν επιφανειακά στην επεξεργασία αυτών των ζητημάτων, το αποτέλεσμα είναι ένα μεταμοντέρνο είδος αγιογράφησης που παρουσιάζει τον εαυτό της ως “σφαιρική” και “πολυεπίπεδη” για να καταλήξει εν τέλει να εξουδετερώνει από μόνη της κάθε πιθανότητα πραγματικής πολυπλοκότητας μέσα από την συμβατική και κοινότοπη κινηματογραφική προσέγγιση που υιοθετεί. Το σύγχρονο biopic προσποιείται ότι ανοίγει ερωτήματα, και μάλιστα “δύσκολα”, αλλά στο τέλος καταλήγει να δίνει τις ίδιες κλασικές εύκολες απαντήσεις, απλά με μικρούς ηθικο-πολιτικούς αστερίσκους. Ως προς αυτό είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό το παράδειγμα του Maestro, το οποίο ξεκινάει με μια γραπτή παράθεση του Bernstein που λέει πως “το έργο τέχνης δεν πρέπει να δίνει απαντήσεις αλλά να θέτει ερωτήματα”. Και μετά η ταινία, αποτυγχάνοντας να σταθεί στο ύψος του κριτηρίου που μόνη της έθεσε στον εαυτό της με αυτό το εναρκτήριο παράθεμα (υπέροχο αυτογκόλ), δίνει απαντήσεις για 130 λεπτά συνεχόμενα.
Το κρίσιμο ερώτημα βέβαια είναι: υπάρχει άλλος δρόμος για το βιογραφικό σινεμά. Ναι, προς θεού. Ευτυχώς υπάρχει, έχουμε ξαναμιλήσει γι’ αυτό, και το είδαμε και στο ίδιο το Φεστιβάλ Βενετίας. Πρώτα και κύρια, από τον Pablo Larrain, τον κατεξοχήν αρμόδιο για την αναθεώρηση και αναζωγόνηση του biopic ως είδους τα τελευταία χρόνια. Μέσα από ταινίες σαν το Neruda, το Jackie και το Spencer, ο Larrain έχει ακολουθήσει πολύ ενδιαφέροντες δρόμους ως προς την κινηματογραφική βιογράφηση. Άλλοτε επιχειρεί μια πολιτικο-ιστορική διαλεκτική μεταξύ δημόσιας/συλλογικής και ιδιωτικής/ατομικής ζωής (Neruda), άλλοτε αποδομεί και ανακατασκευάζει την ίδια την διαδικασία μυθοποιήσης που περιλαμβάνει η αναπαράσταση της διασημότητας (Jackie), κι άλλοτε επιχειρεί να αποκαλύψει μια ψυχολογική-συναισθηματική ολότητα μέσα από ένα μικροσκοπικό ιστορικό επεισόδιο (Spencer). Αντιστοίχως, στο El Conde κατασκευάζει μια speculative αντι-βιογραφία του Χιλιανού δικτάτορα Pinochet ως απέθαντο υπερ-αιωνόβιο βαμπίρ που ακολουθεί το ξεδίπλωμα της ιστορικής δυναμικής επανάστασης-αντεπανάστασης που ξεκίνησε με την Γαλλική Επανάσταση του 1789 και φτάνει μέχρι σήμερα. Ο Larrain φαντάζεται αυτήν την αντι-βιογραφία ως μαύρη κωμωδία τρόμου, και αφοσιώνεται εξίσου στην απόπειρα για μια πολιτική γενεαλογία του Κακού αλλά και για μια ερευνητική μέθοδο προσέγγισης της αλήθειας των εγκλημάτων του καθεστώτος Pinochet. Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα και φιλόδοξη ταινία, ακόμα κι αν από ένα σημείο η κατασκευή αρχίζει να μπάζει και να τρίζει, που δυστυχώς δεν θα δούμε ποτέ στη μεγάλη οθόνη γιατί πρόκειται να κάνει ψηφιακή πρεμιέρα κατευθείαν στο Netflix στις 15 Σεπτεμβρίου.
Αντίστοιχα, έχει ενδιαφέρον να δει κανείς το παράδειγμα του Daaaali! του Quentin Dupieux, γνωστού για τους μουσικόφιλους ως Mr. Oizo κι ενός από τους πιο ιδιόρρυθμους δημιουργούς του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά, το οποίο επιχειρεί μια πολύ ευπρόσδεκτα ανορθόδοξα προσέγγιση στο βιογραφικό σινεμά. Βασικά, δεν πρόκειται καν για βιογραφία του Salvador Dali με την κλασική έννοια, αφού δεν περιλαμβάνει απολύτως καμία εξιστόρηση για την ζωή του. Αντιθέτως, αναπαριστά την ιστορική προσωπικότητα του Dali με έναν συγκεκριμένο τρόπο, επιχειρώντας να επικοινωνήσει κινηματογραφικά με την καλλιτεχνική γλώσσα του βιογραφούμενου (μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση στην βιογραφία που έχουμε ξαναδει σε αριστουργήματα όπως το Mishima του Paul Schrader και το Caravaggio του Derek Jarman). Έτσι, ο Dupieux επιλέγει να μείνει πιστός όχι στα γεγονότα της ζωής αλλά στο πνεύμα και την ουσία της φιγούρας και της τέχνης του Dali. Το αποτέλεσμα είναι μια σουρεαλιστική ταινία για έναν σουρεαλιστή. Είναι κατ’ ανάγκην μια καλή ταινία; Χμ, όχι ακριβώς, και ο Dupieux έχει δοκιμάσει σίγουρα πολύ πιο πετυχημένα πειράματα. Αλλά είναι με τον τρόπο της μια συναρπαστική ταινία, μια απροσδόκητη ταινία, μια ταινία που δεν μοιάζει με άλλες – βιογραφικές ή μη. Και γι’ αυτό αξίζει να την δούμε και να την εξετάσουμε, αφού τέτοιες ταινίες κρατάνε ανοιχτό τον ορίζοντα των δυνατοτήτων για ένα κατά τ’ άλλα κουρασμένο και κουραστικό κινηματογραφικό είδος.