Στην Ελλάδα, η σχέση των περισσότερων ανθρώπων με τα Φιλαράκια είναι μια σχέση βασισμένη σε τελετουργίες. Τα Φιλαράκια συνοδεύουν το μεσημεριανό φαγητό, τα Φιλαράκια συνοδεύουν τις στιγμές που νιώθεις πεσμένος και θέλεις ένα happy place για να κουρνιάσεις, τα Φιλαράκια συνοδεύουν τις άγρυπνες νύχτες που βάζεις κάτι να παίζει για να σου κάνει παρέα και να σε βοηθήσει να κοιμηθείς. Οι τελετουργίες αυτές, που ο καθένας τις μεταχειρίζεται στην δική του προσωπική κλίμακα, έχουν μια κοινή ρίζα – μια άλλη τελετουργία, άλλης κλίμακας, μεγαλύτερης, μια τελετουργία γενεακή και οικογενειακή. Αυτή η τελετουργία-μαμά, από την οποία εκπορεύονται και προσπαθούν να προσομοιώσουν οι υπόλοιπες, συγκρότησε την συλλογική εμπειρία της γενιάς των Ελλήνων millennials, δηλαδή των ανθρώπων που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’80 και κοινωνικοποιήθηκαν στα 90s της ιδιωτικής τηλεόραση, του ελληνικού ονείρου, της μικροαστικής και μεσοαστικής ηγεμονίας, της ιδεολογίας του lifestyle και της καταναλωτικής ευτυχίας. Κάθε φορά που οι σημερινοί τριαντάρηδες και τριαντάρισσες επιστρέφουν στα Φιλαράκια και αναβιώνουν τις τελετουργίες τους που συνδέονται με αυτά, συνδέονται κι οι ίδιοι με την μήτρα, το mothership: το οικογενειακό σαλόνι με την τηλεόραση στη μέση.
Η εικόνα είναι εξαιρετικά πυκνή και εύγλωττη, κι είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που ένα προϊόν της αμερικάνικης pop κουλτούρας ενσωματώθηκε τόσο οργανικά σε μια γνησίως ελληνική τελετουργία. Είναι σαββατοκύριακο μεσημέρι, δεν έχεις σχολείο, έχεις μπουκώσει από το φαγητό, έχεις μπουχτίσει από το οικογενειακό τραπέζι, θέλεις να ξεφύγεις από την δυσφορία των ενήλικων συζητήσεων ή των γονεϊκών ανακρίσεων, λαχταράς να στηθείς μπροστά από την τηλεόραση, εκεί όπου σιωπή του θεατή μπροστά στον λόγο της οθόνης είναι χρυσός, η ώρα πάει 3 το μεσημέρι, βάζεις Star Channel (το έχεις στο νο.8, όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος), αρχίζουν τα Φιλαράκια, το έχεις ξαναδεί αλλά δεν έχει καμία σημασία, γκρινιάζεις για τις πολλές διαφημίσεις αλλά χαίρεσαι όταν ξαφνικά, μια στο τόσο, επιβραβεύεσαι με τρίτο επεισόδιο εκεί που δεν το περιμένεις, καταλήγεις να μισοκοιμάσαι γλυκά με την τηλεόραση να παίζει ακόμα, σε νανουρίζει ο ήχος της, έτσι ακριβώς έμαθες να κοιμάσαι καλύτερα με την τηλεόραση ανοιχτή, λίγο-λίγο και σαββατοκύριακο-σαββατοκύριακο, κι έχεις όλη την ζωή μπροστά σου για να αναρωτηθείς το γιατί. Αυτή η τελετουργία κρατιέται στη ζωή σχεδόν 30 χρόνια τώρα, από το φθινόπωρο του 1995 που τα Φιλαράκια ξεκίνησαν να παίζουν στην ελληνική τηλεόραση, κι έχει αντέξει μέσα από χρηματιστήρια, Ολυμπιάδες, χρεωκοπίες, πανδημίες και κρίσεις παντός είδους. Ο θάνατος του Matthew Perry ήρθε σαν θάνατος στην οικογένεια.
Φαντάζομαι, είμαι βέβαιος δηλαδή, ότι αντίστοιχες κοινωνικές τελετουργίες συνδεδεμένες με το Friends αναπτύχθηκαν στα περισσότερα σημεία του πλανήτη με τεχνολογική και πολιτισμική πρόσβαση στα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Τα Φιλαράκια ήταν ένα παγκόσμιο πολιτιστικό φαινόμενο, κι η πλανητικότητά του έχει καταγραφεί και τεκμηριωθεί με πολλούς τρόπους, σε βαθμό που να έχει εγγραφεί στην συλλογική φαντασία της ανθρωπότητας ως το κατεξοχήν κοινό σημείο αναφοράς της pop κουλτούρας του 21ου αιώνα. Ένα ακόμα τεκμήριο αυτής της πλανητικότητας είναι το γεγονός ότι ο θάνατος του 54χρονου ηθοποιού που για δέκα χρόνια ενσάρκωνε τον Chandler Bing, τον πιο αγαπημένο χαρακτήρα της σειράς, αποτελεί πρώτη είδηση στα μεγαλύτερα δυτικά media όπως το CNN και το BBC, εκεί ψηλά πάνω-πάνω στα sites τους, μαζί με τις τελευταίες εξελίξεις από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων στη Γάζα (το Al Jazeera το έχει επίσης στην πρώτη σελίδα, αλλά πιο χαμηλά). Η λατρεία των Friends ρίζωσε σχεδόν σε όλες τις καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες, δυτικές και μη, κι έγινε μέρος της δικής τους λαϊκής κουλτούρας και πολιτιστικής βιομηχανίας. Από σήμερα το πρωί που μαθεύτηκε η είδηση του θανάτου του Perry, ο οποίος βρέθηκε νεκρός στο τζακούζι του σπιτιού του από την αστυνομία του Λος Άντζελες, τον αποχαιρετίσαμε και τον πενθήσαμε σα να ήταν δικός μας άνθρωπος, σα να ήταν αληθινό μας Φιλαράκι. Σκέφτομαι ότι η ταύτιση με τους fictional χαρακτήρες ενός sitcom, όταν φτάνει σε τόσο έντονο βαθμό, είναι σχεδόν παθολογική, μια πολιτιστική ασθένεια του ύστερου καπιταλισμού. Δεν είναι άραγε αντιφατικό να νιώθεις τόση ενσυναίσθηση προς προϊόντα μαζικής κατανάλωσης όταν παράγεται τόση αναισθητοποίηση και απονέκρωση σε διαπροσωπική και κοινωνική κλίμακα; Κι όμως, την ίδια στιγμή που κάνω αυτήν την διαπίστωση, αναγνωρίζω τον Chandler Bing ως αληθινό φίλο μου, τόσο αληθινό όσο μόνο οι ψεύτικοι χαρακτήρες που βλέπουμε στην οθόνη μπορούν να γίνουν.
Έχω κι εγώ την δική μου τελετουργική σύνδεση με τα Φιλαράκια γενικά και με τον Chandler ειδικά. Δύο παραγράφους πίσω, περιέγραψα την δική μου ζωή, την δική μου οικογένεια, το δικό μου σπίτι. Ξέρω ότι έτσι ήταν πολλά ακόμα σπίτια πολλών συμμαθητών και φίλων μου. Ήταν μια εμπειρία συλλογική, μια εμπειρία που τη μοιραζόμασταν και μας διαμόρφωνε, κι ο καθένας μας ένιωθε μοναδικός μέσα σε αυτήν παρόλο που η ίδια η pop κουλτούρα της οποίας το ύψιστο επίτευγμα ήταν τα Φιλαράκια γεννούσε ομοιομορφία, μαζοποίηση και κομφορμισμό. Πράγματι, ένιωθα πως η σύνδεσή μου με τα Φιλαράκια ήταν μοναδική και ξεχωριστή. Μπαίνοντας στην εφηβεία, συνειδητοποίησα πως δε μου έφτανε να βλέπω Friends κάθε σαββατοκύριακο στο Star. Στις αρχές των 00s, όταν η κουλτούρα του home video είχε γενικευτεί ακόμα περισσότερο με την μαζική παραγωγή DVDs, ξεκίνησα να νοικιάζω τα Φιλαράκια από το βίντεο κλαμπ της γειτονιάς μου. Μετά, δε μου έφτανε ούτε αυτό. Όταν έμαθα να χειρίζομαι ηλεκτρονικό υπολογιστή, άρχισα γράφω σε άδεια DVDs τα νοικιασμένα Φιλαράκια για να τα έχω δικά μου. Πολύ πριν μάθω τι είναι binge-watching, έβλεπα το ένα επεισόδιο μετά το άλλο μέχρι τελικής πτώσης. Κι όταν στα 18 μου κατέβηκα να σπουδάσω στην Αθήνα, το να πάρω μαζί μου αυτά τα αντιγραμμένα DVDs ήταν σχεδόν πιο σημαντικό από το να πάρω μαζί τα ρούχα μου.
Ξεκίνησα να ταυτίζομαι με τον Chandler Bing μέσω του χιούμορ. Υπήρχε κάτι σε αυτό το σαρδόνιο, ειρωνικό, κυνικό χιούμορ που αμέσως κούμπωσε μέσα μου. Στην πραγματικότητα, η ειρωνεία και ο κυνισμός του Chandler ήταν δείγμα μιας ολόκληρης πολιτιστικής τάσης και διάθεσης που χαρακτήριζε πολλά προϊόντα της αμερικάνικης pop κουλτούρας των late 90s, αλλά ήμουν πολύ μικρός για να γνωρίζω κάτι τέτοιο. Είπαμε, όταν ταυτίζεσαι με κάτι νιώθεις μοναδικός και ξεχωριστός, άσχετα αν αυτήν την αίσθηση την μοιράζονται τόσοι πολλοί που μας καθιστά εναλλάξιμους ή αναλώσιμους μέσα στο ναρκισσισμό μας (συνοπτικά, αυτή είναι η βάση της καπιταλιστικής ιδεολογίας της ατομικότητας). Σταδιακά, άρχισα να μοντελοποιώ το χιούμορ μου πάνω στο χιούμορ του Chandler, γιατί αισθανόμουν πως ήταν ο πιο αστείος άνθρωπος που γνώριζα (οκ, μαζί με τις φάρσες του Φουσέκη και τις 90s κωμικές ερμηνείες του Μπέζου). Δεν ήταν όμως μόνο ότι ο Chandler είχε τις καλύτερες ατάκες απ’ όλους τους χαρακτήρες των Friends. Ένιωθα επίσης ότι με καταλαβαίνει. Σ’ ένα επεισόδιο λέει ότι ξεκίνησε να χρησιμοποιεί το χιούμορ ως ψυχικό μηχανισμό άμυνας όταν χώρισαν οι γονείς του. Δεν είχα ξανανιώσει τέτοια ταύτιση με κάτι που είπε κάποιος στην τηλεόραση. Ήταν ο πρώτος μυθοπλαστικός χαρακτήρας που θυμάμαι να μου φαίνεται κουλ καπνίζοντας, κι ας πάθαιναν υστερία τα υπόλοιπα Φιλαράκια κάθε φορά που άναβε τσιγάρο. Κι όταν άκουσα για πρώτη φορά το Space Oddity του David Bowie, θυμήθηκα πού το είχα ξανασυναντήσει: σε εκείνο το home video που το τραγούδαγε ο Chandler Bing κρατώντας ένα πλαστικό παπάκι για μικρόφωνο.
Η ίδια η σειρά βέβαια σε καλούσε -σχεδόν σε εγκαλούσε- να ταυτιστείς με τον Chandler, ειδικά αν ανήκες σε έναν συγκεκριμένο τύπο αγοριού. Ουσιαστικά, ο Chandler ήταν το πρώτο μείζον role model για τα geeky αστεία παιδιά, για τα σαρκαστικά ευαίσθητα αγόρια που βρίσκονταν χαμηλά στην ανδρική ιεραρχία κι όμως ένιωθαν μια θολή αίσθηση ανωτερότητας για τα υποτιθέμενα πνευματικά και ψυχικά τους προτερήματα έναντι της mainstream λατρείας του σώματος, της ισχύος, της δύναμης. Οι δημιουργοί της σειράς, David Crane και Marta Kaufman, έδωσαν σε αυτά τα παιδιά ένα role model, έναν ήρωα που ήθελαν να μιμηθούν, έναν χαρακτήρα που ήταν άβολος, ατσούμπαλος και αμήχανος, αλλά την ίδια στιγμή κουλ, ετοιμόλογος και γοητευτικός – αποτέλεσμα καλού γραψίματος σαφώς αλλά και της εξαιρετικής ερμηνείας ενός υπερ-χαρισματικού Perry που προσέγγισε τον ρόλο με έναν εντυπωσιακό συνδυασμό κυνικής ειρωνείας και αφελούς καλοήθειας. Ο Chandler δεν ήταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Τα αστεία του προέρχονταν από μια μυστική θλίψη. Δεν ήξερε τι να κάνει με τη ζωή του, απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν το είχε καθόλου με τα γκομενικά. Με μια φράση: δεν την πάλευε. Ή, για την ακρίβεια, δεν την πάλευε κι αυτό έκανε τα πράγματα πολύ σοβαρά, αλλά εκείνος τα έπαιρνε συνεχώς στην πλάκα μπας και την παλέψει. O Chandler Bing ήταν ο πρώτος literally me χαρακτήρας που γνωρίσαμε, κι ήταν πολύ δύσκολο να μην ταυτιστείς παθολογικά μαζί του αν είχες την προδιάθεση για κάτι τέτοιο.
Τι έλεγε όμως πραγματικά για την ζωή μου και για την ζωή μας ο Chandler και τα Φιλαράκια; Εδώ είναι σημαντικό να μην παραδοθούμε άκριτα στη νοσταλγία και να μην επιτρέψουμε στον παραμορφωτικό φακό της να αλλοιώσει την πραγματικότητα, ακόμα κι αν η επιτέλεση του μαζικού διαδικτυακού πένθους παράγει μια τάση για υπερ-συναισθηματισμό. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τα Φιλαράκια μας έφεραν σε στενή επαφή με έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από τον δικό μας, ο οποίος όμως μέσα από την παγκοσμοποιητική διάσταση της αμερικάνικης pop κουλτούρας είχε καταφέρει να γενικευτεί σαν πρότυπο, τρόπος και μορφή ζωής. Μέσα από το Friends μάθαμε τι προβλημάτιζε και τι άγχωνε τους Αμερικάνους της Γενιάς Χ, τι σχέσεις έχουν μεταξύ τους, πώς (δεν) δουλεύουν, πώς κάνουν πλάκα και πώς ερωτεύονται μέσα στην προσεκτικά διατηρημένη φούσκα της μυθοπλαστικής νεοϋρκέζικης ζωής. Ουσιαστικά, τα Φιλαράκια ήταν ένα παράθυρο στην λευκή φιλελεύθερη μικροαστική-μεσοαστική συνείδηση, μια κωμωδία ηθών για την θεαματική εικόνα της ζωής κάτω από τον ήλιο της παγκόσμιας ηγεμονίας της αμερικάνικης αυτοκρατορίας. Ως τέτοια, η σειρά υπήρξε μάλλον το πιο πετυχημένο εξαγώγιμο προϊόν του αμερικανοκεντρικού πολιτισμικού ιμπεριαλισμού των τελευταίων δεκαετιών, κι οι κοινωνικές εμπειρίες των Gen-Xers ήταν κομβικά αμφετηριακά σημεία της σειράς. Όταν ξεκινούν τα Φιλαράκια, το μακρινό 1994, οι 25ρηδες χαρακτήρες τους είναι μοιρασμένοι ανάμεσα στην McJob εξάντληση και την white collar αλλοτρίωση, αντιμετωπίζοντας το άγχος της μετα-φοιτητικής κατάστασης και τις προκλήσεις του περάσματος στην “πραγματική” ενήλικη ζωή. Στην πιο πρωτόλεια περιγραφή των ηρώων από τους δημιουργούς, διαβάζουμε: “All are in their twenties. All trying to figure it out.”
Κατά τις πρώτες σεζόν των Friends, βρίσκουμε τους χαρακτήρες σε ένα μετέωρο βήμα μεταξύ ανωριμότητας και ωριμότητας. Τα όνειρα και οι προσδοκίες τους ματαιώνονται διαρκώς, και η προοπτική μιας ομαλής και φυσιολογικής ζωής βρίσκεται ακόμα μακριά. Οι 6 φίλοι, όμως, έχουν ο ένας τον άλλο – κι αυτή η αυτοσχέδια οικογένεια μοιάζει να είναι η μόνη σταθερά σε μια ρευστή εποχή όπου οι ανθρώπινοι δεσμοί γίνονται όλο και πιο εύθραυστοι, όπως έγραφε ο Zygmunt Bauman την εποχή της ακμής της σειράς. Τόσο σε διαπροσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, οι ζωές τους μοιάζουν να χαρακτηρίζονται από αστάθεια και αβεβαιότητα, αλλά ποτέ δεν νιώθουμε κάποιο πραγματικό άγχος για την μοίρα τους. Στην πραγματικότητα, όλα είναι υπερ-προστατευμένα. Μέσα από τους χαρακτήρες-avatars της σειράς, οι θεατές προσμοίωναν το άγχος της ζωής στον καπιταλισμό αλλά σε ασφαλείς συνθήκες. Στο τέλος όλα θα πάνε καλά, και πράγματι, καθώς περνάνε οι σεζόν και οι ήρωες πατάνε τα 30, σιγά σιγά έρχεται και η αποκατάσταση: καλύτερες δουλειές, περισσότερα λεφτά, σταθερότερη ζωή, γάμοι, οικογένειες, παιδιά, όλο το πακέτο. Τα Φιλαράκια είναι το τελευταίο μεγάλο πετυχημένο success story του αμερικάνικου ονείρου, πασχίζοντας να επιβεβαιώσει την ιδεολογία του και την εγκυρότητά του. Ας θυμηθούμε πως στο απόγειο της δόξας τους, την ώρα που τα Φιλαράκια βρίσκονται σε τροχιά επίλυσης των αντιφάσεων του American Dream προς το αναπόφευκτο happy end, το αμερικάνικο millennium σινεμά (του Fight Club, του American Beauty, του Magnolia, του Being John Malkovich και του Office Space) αναδείκνυε το ανεπίλυτο των αντιφάσεων του αμερικάνικου ονείρου και την μεγάλη κρίση ταυτοτήτων, θεσμών και βεβαιοτήτων που κυοφορούσε η επίπλαστη ευημερία και ομαλότητα της δεκαετίας του ’90.
Στην ίδια αρχική περιγραφή που παραθέσαμε παραπάνω, ο Chandler αναφέρεται ως κάποιος που κάνει μια ανούσια δουλειά μπροστά από έναν υπολογιστή σε ένα κλειστοφοβικό γραφείο και επιβιώνει μόνο μέσω της αίσθησης του χιούμορ του. Όπως έγραψε ένας φίλος στο Facebook, αυτό που τότε ήταν το μαύρο πρόβατο της Gen X, σήμερα είναι ο κανόνας των millennials. Για τους Gen X χαρακτήρες των Friends, η ανασφάλεια και η αστάθεια ήταν απλώς ένα πρελούδιο στην ασφάλεια και την σταθερότητα που μοιραία θα ακολουθούσε. Για την πλειονότητα των millennials που μεγάλωσαν με τα Φιλαράκια, η ανασφάλεια και η αστάθεια δεν προσομοιώνονταν πια μέσα σε προστατευμένες συνθήκες όπως ένα sitcom – έγιναν ο ταξικός, ψυχικός και ανθρωπολογικός τους ορίζοντας. Στην ίδια περιγραφή του χαρακτήρα από τους δημιουργούς της σειράς, διαβάζουμε πως ο Chandler είναι ένας καυστικός παρατηρητής της ζωής όλων (και της δικής του). Ο Chandler υιοθετεί μια εντελώς ειρωνική στάση απέναντι στον κόσμο και την ζωή, κι αυτό του επιτρέπει να βλέπει πίσω από το προκάλυμμα της επιφάνειας. Ειρωνεύεται τους πάντες, σαμποτάρει την σοβαροφάνεια, αποκαλύπτει την ηλιθιότητα και την υποκρισία πίσω από τα κοινωνικά φαινόμενα. Κατά τις πρώτες σεζόν, και χρησιμοποιώντας ως καύσιμο το δικό του τραυματικό παρελθόν και τις δικές του προσωπικές και κοινωνικές αποτυχίες, ο Chandler λειτουργεί ως η κυνική, αρνητική συνείδηση των Friends. Μοιάζει να βλέπει την πραγματικότητα πιο καθαρά από τους άλλους χαρακτήρες (μέχρι και την τελευταία στιγμή που -δικαιωματικά- ειρωνεύεται το ίδιο το φινάλε της σειράς), αλλά δεν καταφέρνει να βρει ευτυχία και ικανοποίηση. Η ειρωνική συνείδηση είναι μια δυστυχισμένη συνείδηση.
Έχει ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο να συγκρίνουμε τον Chandler με τον Ross και τον Joey ως τρία διαφορετικά μοντέλα πολιτισμικής αναπαράστασης της αρρενωπότητας στα 90s. Ο Ross και ο Joey αποτελούν τους δύο αντιθετικούς πόλους της παραδοσιακής αρρενωπότητας. Από τη μία πλευρά, η εγκεφαλικότητα και ο ορθολογισμός του διανοούμενου Ross τον συνδέει με τον πνευματικό πόλο της αρρενωπότητας. Από την άλλη, η ζωικότητα του Joey και η ροπή του προς την άμεση απόλαυση τον συνδέει με τον σωματικό πόλο της αρρενωπότητας. Ο Chandler δεν θα λέγαμε ότι βρίσκεται κάπου στη μέση, αλλά ότι μάλλον καταλαμβάνει μια θέση ασύμμετρη προς το δίπολο. Σίγουρα τείνει προς τον πνευματικό πόλο με την έννοια ότι παρατηρεί και αναστοχάζεται πάνω στον εαυτό του και τους άλλους, αλλά την ίδια στιγμή η παιδιάστικη, ανώριμη και ανεύθυνη πλευρά του τον σπρώχνει προς την αντίθετη πλευρά. Περισσότερο θα έλεγα ότι ο Chandler μεσολαβεί ανάμεσα στον πόλο-Ross και τον πόλο-Joey από μια εξωτερική θέση, κι αυτό εξηγεί το characterization του ως loser-outsider κατά ένα μεγάλο μέρος της σειράς (ειδικά τις πρώτες σεζόν). Είναι λιγότερο λειτουργικός, λιγότερο ενσωματωμένος, λιγότερο ορατός. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης και ο φόβος της απόρριψης αναστέλλουν την δυνατότητά του να πάρει πρωτοβουλίες και αποφάσεις, ενώ κάτω από την επιφάνεια της διαρκόυς ειρωνικής βεβήλωσης βρίσκεται ένα παχύ στρώμα ανημποριάς, μελαγχολίας, μοναχικότητας και κλειστότητας που δεν απαιτεί παρά ελάχιστο ξύσιμο για να αποκαλυφθεί.
Ο Chandler εκπροσωπεί μια υποτελή beta αρρενωπότητα, ιεραρχικά κατώτερη από εκείνες του Ross και του Joey που καθεμιά εκφράζει έναν ηγεμονικό πόλο πνεύματος και σώματος, κι έτσι αποτελεί μια πρώιμη ενσάρκωση της κρίσης του παραδοσιακού ανδρισμού που τα επόμενα χρόνια γενικεύτηκε ως θεματική στην τηλεοπτική μυθοπλασία αλλά και την σύγχρονη κουλτούρα ευρύτερα. Με τα δεδομένα του σύγχρονου πολιτισμικού λεξιλογίου, θα λέγαμε ότι ο Chandler περιέχει εκείνα τα χαρακτηριστικά ανδρικής δυσφορίας που θα μπορούσαν να τον καταστήσουν incel, αν τουλάχιστον η σειρά δεν τον είχε παρουσιάσει ως μια καθαρά καλοήθη και ακίνδυνη εκδοχή loser male. Παρόλα αυτά, ο Chandler έρχεται σε στιγμιαία εικονική επαφή με μια κακοήθη, αρνητική εκδοχή του εαυτού του όταν προβάλει τη μοίρα του Mr. Heckles στο δικό του μέλλον και ανησυχεί μήπως καταλήξει ένας πικρόχολος μοναχικός γέρος γεμάτος μνησικακία και φθόνο για την ευτυχία των άλλων. Καθώς περνάνε οι σεζόν, ο Chandler αφήνει να ανοίξουν ρωγμές στον κυνισμό και την ειρωνεία του. Η ειρωνική συνείδηση αποδομεί τις συμβάσεις και ξεγυμνώνει τους κανόνες, αλλά μετά τι; Τι μένει μετά την βεβήλωση και την διακωμώδηση; Η ειρωνεία κινδυνεύει να γίνει από εργαλείο απελευθέρωσης εργαλείο υποδούλωσης, το τραγούδι ενός φυλακισμένου που αγαπάει το κλουβί του, όπως έλεγε ο David Foster Wallace. Η φιλία με τον Joey και ο έρωτας με την Monica, δύο ειλικρινείς και βαθιές σχέσεις, οδηγούν τον Chandler προς μια μετα-ειρωνική συναισθηματική (και σεξουαλική) ωριμότητα, μια νέα ιδιαίτερη ειρωνική συνείδηση που δεσμεύεται προς ανθρώπους και ηθικές αξίες, αλλά διατηρεί έναν βαθμό ειρωνείας προς την ίδια την ιδέα της δέσμευσης, χωρίς να την καταλύει. Από αυτήν την σκοπιά, ο Chandler αποτελεί τον συνδετικό κρίκο των Friends με το μετα-ειρωνικό κύμα sitcoms που ακολούθησε (The Office, Community, Parks and Recreation), αλλά και τους ανδρικούς outsider χαρακτήρες του αμερικάνικου σινεμά των Charlie Kaufman, Spike Jonze και Wes Anderson.
Παρά την ωριμότητα στην οποία φτάνει σταδιακά βέβαια, ο Chandler συνεχίζει να εμφανίζεται ως ψυχικά βασανισμένος μέχρι και το τέλος της σειράς, με το καυστικό χιούμορ να συνεχίζει να αναδεικνύεται ως μηχανισμός άμυνας που αναπτύχθηκε ως αποτέλεσμα ενός τραυματικού οικογενειακού παρελθόντος. Πρόκειται για μια υπερ-απλούστευση εκλαϊκευμένης ψυχολογίας για χάρη της τηλεοπτικής μυθοπλασίας, προφανώς, αλλά στην σειρά το σχήμα λειτουργεί και στην πράξη αποδεικνύεται πειστικό. Η ερμηνεία του Perry μας πείθει ως προς την σκοτεινή και τραυματική προέλευση του χιούμορ του, και συνδέει τον Chandler ως χαρακτήρα με την μορφή κωμωδίας που παίρνει τα σκοτεινότερα συναισθήματα, τραύματα και άγχη του καλλιτέχνη και τα μετατρέπει σε πηγή απόλαυσης για τον ίδιο και τους άλλους (η ContraPoints έχει ένα εξαιρετικό βίντεο πάνω στο θέμα). Το διαρκές self-deprecating χιούμορ του Chandler Bing χρησιμοποιεί με πετυχημένο τρόπο τα μοτίβα αυτοϋπονόμευσης του αμερικάνικου stand-up comedy και των εμβληματικών γουντιαλενικών χαρακτήρων (με τηλεοπτικό αποκορύφωμα των George Costanza του Seinfeld που είναι ο αμεσότερος προκάτοχος του Chandler Bing, χωρίς καμία διέξοδο όμως από τον κυνισμό και την ειρωνεία, όπως και γενικότερα η σειρά των Jerry Seinfeld και Larry David). Το αυτοϋπονομευτικό χιούμορ κάνει τον Chandler αστείο και συμπαθή, δημιουργεί το έδαφος για ταύτιση, και είναι αυτό που τον καθιστά επίσης σέξι (σύμφωνα με έρευνες), αλλά την ίδια στιγμή αναπαράγει το στερεότυπο του θλιμμένου κλόουν, του καταθλιπτικού κωμικού που δίνει στους άλλους την χαρά που δε μπορεί να δώσει στον εαυτό του.
Από το πρωί που κυκλοφόρησε η είδηση του θανάτου, αυτή ήταν η βασική παράλληλη γραμμή που τραβήχτηκε ανάμεσα στην ζωή του Matthew Perry και τον χαρακτήρα του Chandler Bing: ότι κι ο πρώτος, όπως ο δεύτερος, ήταν μια “βασανισμένη ψυχή” που “πάλευε με τους δαίμονές της” και τους “εξόρκιζε” μέσα από την τέχνη μέχρι που αυτοί “νίκησαν”. Συμβαίνει συχνά, όταν μιλάμε για την ψυχική υγεία καλλιτεχνών και celebrities, να χρησιμοποιείται τέτοιου είδους γλώσσα συσκότισης και αισθητικοποίησης. Ο Perry μιλούσε πάντα ανοιχτά για τον εθισμό του στο αλκόολ και τα ναρκωτικά, ενώ νοσηλεύτηκε για απεξάρτηση αρκετές φορές στη ζωή του, κάτι που επηρέασε την παρουσία του στα Φιλαράκια με διάφορους τρόπους μέσα στα χρόνια. Το γεγονός ότι η ζωή του Matthew καθρέφτιζε από κάποιες πλευρές τον χαρακτήρα του Chandler έγινε πρόσφορο έδαφος για μια μυθολογικοποίηση, με το στερεότυπο του θλιμμένου κλόουν να συμπληρώνεται από το στερεότυπο του αντεστραμμένου ειδώλου της celebrity λάμψης: μία ακόμα ιστορία χολιγουντιανής κατάχρησης και αυτοκαταστροφής, ένα εναλλακτικό φινάλε BoJack Horseman. Τόσο τα media (παλιά και νέα) όσο και το κοινό (fans και μη) λατρεύουν να καταβροχθίζουν βουλιμικά την δυστυχία της διασημότητας, προσποιούμενοι μάλιστα ότι την συμπονούν. Ρευστοποιώντας τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την μυθοπλασία, καταναλώνουμε το θέαμα της κατάρρευσης και βαφτίζουμε την ηδονοβλεψία μας “τραγική ειρωνεία” του αστέρα που σβήνει.
Πριν από δυόμιση χρόνια, τον Μάιο του 2021, o Matthew Perry εμφανίστηκε για τελευταία φορά στην τηλεόραση στο Friends: The Reunion, ένα reunion special με όλο το καστ της σειράς να ανατρέχει στο παρελθόν του Friends. Το όλο εγχείρημα μύριζε αρπαχτή, ικανοποιώντας με όρους fan service την διαχρονική απαίτηση του κοινού για reunion χωρίς να επιχειρεί κάποια ιδιαίτερη προσέγγιση πέρα από το nostalgia factor του “δείτε τους ξανά μαζί! θυμηθείτε πως ήταν παλιά! κάντε subscribe στο HBO Max!”. Αν θυμάστε, αυτό που συζητήθηκε αρκετά τότε ήταν η κατάσταση του Perry, ο οποίος ομολογουμένως έδειχνε αρκετά καταβεβλημένος κι ίσως όχι ιδιαίτερα χαρούμενος που βρισκόταν εκεί. Βλέποντάς τον, μου φάνηκε πως εκεί υπήρχε όντως μια παραλληλία με τον Chandler, αφού η απρόθυμη παρουσία λειτουργούσε ως αρνητική συνείδηση του reunion, ως εισβολή του Πραγματικού στην θεαματική κατασκευή της επανένωσης. Η εκμετάλλευση της νοσταλγίας για την σειρά προσπάθησε να προσομοιώσει την αυθεντική ανάμνησης της συλλογικής εμπειρίας του πολιτιστικού φαινομένου Friends, αλλά το αποτέλεσμα βγήκε αναυθεντικό, αχρείαστο και ανειλικρινές. Υπήρχε, παρόλα αυτά, μια στιγμή που ένιωσα αληθινά συγκινημένος, κι αυτή η στιγμή ανήκε -δικαιωματικά- στον Matthew Perry.
O Perry, λοιπόν, προσπαθεί να περιγράψει το είδος της ιδιαίτερης σύνδεσης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των 6 ηθοποιών. Και λέει τα εξής: “Ο καλύτερος τρόπος που μπορώ να το περιγράψω είναι ότι μετά το τέλος της σειράς, σε ένα πάρτι ή σε οποιαδήποτε κοινωνική μάζωξη, αν κάποιος από εμάς έπεφτε πάνω στον άλλον, αυτό ήταν – αυτό ήταν το τέλος της βραδιάς. Απλά καθόσουν με αυτό το άτομο όλη τη νύχτα. Ζητούσες συγγνώμη από τους ανθρώπους με τους οποίους ήσουν μαζί, αλλά έπρεπε να καταλάβουν: είχες συναντήσει κάποιον ξεχωριστό για σένα και θα μιλούσες με αυτό το άτομο για το υπόλοιπο της νύχτας… Απλά έτσι είναι”. Να μια καλή σύνοψη τι σημαίνει να είσαι φίλος. Ο George Steiner έγραφε πως ο ασυγκίνητος από την φιλία, ο άφιλος από τύχη ή από σχέδιο, είναι εξόριστος, οδοιπόρος της νύχτας, που δε μπορεί να υπολογίζει σε καμία θερμή υποδοχή. Χτες πέρασα κι εγώ το υπόλοιπο της νύχτας βλέποντας Friends, παρόλο που ήταν ψεύτικοι φίλοι μου. Ειρωνικό, έτσι δεν είναι; Chandler Bing σημαίνει ειρωνεία.